Σ​​τη διάσημη πλέον διάλεξή του στη Σορβόννη στις 11 Μαρτίου 1882, με θέμα «Τι είναι ένα έθνος;», ο Γάλλος ιστορικός και φιλόσοφος Ερνέστ Ρενάν αντέταξε στην «αντικειμενική» ύπαρξη του έθνους, που ήταν κυρίαρχη στη γερμανική φιλοσοφική σκέψη και συνέδεε στενά το έθνος με την έννοια της «φυλής» και του «αίματος», την «υποκειμενική», δηλαδή την πεποίθηση πως το έθνος βασίζεται πρωτίστως στη συνειδητή επιθυμία μιας μεγάλης ομάδας ανθρώπων που μοιράζεται μνήμες ενός κοινού παρελθόντος, να θέλει να ζήσει μαζί το παρόν και να σχεδιάσει ένα κοινό μέλλον. Οπως υποστήριξε χαρακτηριστικά ο Ρενάν, «η ύπαρξη ενός έθνους είναι ένα καθημερινό δημοψήφισμα».

Η φράση αυτή δαιμονίζει τους απανταχού της γης εθνικιστές μέχρι τις μέρες μας, που συνήθως την εκλαμβάνουν «τοις μετρητοίς», ενώ μάλλον ξεχνούν τη συνέχεια, δηλαδή πως τα έθνη είναι δυναμικές οντότητες που γεννιούνται, εξελίσσονται, μεταλλάσσονται και κάτω από συνθήκες χάνονται.

Τώρα οι καταλανική εθνικιστική ηγεσία, με το δημοψήφισμα που οργάνωσε, θέλει να δείξει πως οι Καταλανοί επιθυμούν να συγκροτήσουν το δικό τους ανεξάρτητο κράτος. Αλλά αυτό που εννοούν «ανεξαρτησία» οι σημερινοί Καταλανοί εθνικιστές είναι κάτι που στα μάτια ενός εθνικιστή του 19ου αιώνα θα έδειχνε θολό, αν όχι ακατάληπτο. Μήπως άραγε θέλουν φυλαγμένα από τους ίδιους σύνορα και στρατό; Ούτε ως αστείο δεν μπορεί να ειπωθεί, καθώς συνορεύοντας με την Ανδόρα, τη Γαλλία και την Ισπανία, και ευρισκόμενοι εντός της Ε.Ε. όπου άνθρωποι και προϊόντα κυκλοφορούν ελεύθερα, το κράτος τους θα στερείται των κλασικών τουλάχιστον συνόρων. Μήπως θέλουν εθνική οικονομία και εθνικό νόμισμα; Ούτε κατά διάνοια, καθώς με την Ε.Ε. και το ευρώ βολεύονται μια χαρά. Μήπως θα έχουν διαφορετική εξωτερική πολιτική; Αδύνατον γιατί θέλουν να συμμετέχουν στους ίδιους υπερεθνικούς οργανισμούς (ΝΑΤΟ, Ε.Ε.) που η Ισπανία ήδη συμμετέχει. Οπως μάλιστα σημείωσαν κάποιοι σχολιαστές καυστικά, ακόμη και η ποδοσφαιρική ναυαρχίδα που ακούει στο όνομα Μπαρτσελόνα είναι αμφίβολο αν πραγματικά θα ήθελε να συμμετάσχει σε ένα αδιάφορο περιορισμένου προϋπολογισμού καταλανικό πρωτάθλημα. Οσον αφορά τα «βασικά», γλώσσα και πολιτισμός δηλαδή, οι Καταλανοί τα απολαμβάνουν από καιρό κατοχυρωμένα και σεβαστά από όλους.

Με άλλα λόγια, οι Καταλανοί εθνικιστές συμπεριφέρονται όπως περίπου οι χωρικοί που βαφτίζουν το χωριό τους «μικρό Παρίσι» κι ύστερα καμαρώνουν περιχαρείς πιστεύοντας πως όλο και κάποιες ομοιότητες θα έχει με το αληθινό Παρίσι. Εντέλει, αυτό που μας παρουσίασαν οι Καταλανοί είναι, όπως χαρακτηριστικά έγραψε η Σώτη Τριανταφύλλου, ένας εθνικιστικός επαρχιωτισμός με ηγετίσκους χωρικούς και βουκολικά οράματα για επιστροφή στις ρίζες.

Ομως από την άλλη πλευρά, η αντίδραση Ραχόι ήταν πραγματικά αξιοθρήνητη, σχεδόν βγαλμένη από τον 19ο αιώνα. Ως άλλος Φραγκίσκος Ιωσήφ αυτοκράτορας της Αυστροουγγαρίας, ο Ραχόι έστειλε ένοπλες δυνάμεις για να καταστείλουν τους θρασείς υπηκόους που κήρυξαν απόσχιση.

Αυτή η οπισθοδρόμηση και η σχεδόν γελοία απόπειρα μίμησης προγενέστερων συμπεριφορών δεν είναι πρωτοφανής βέβαια στην ανθρώπινη ιστορία. Ο Μαρξ είχε επισημάνει με οξυδέρκεια πως σε καιρούς κρίσης, οι άνθρωποι «επικαλούνται με αγωνία τα πνεύματα του παρελθόντος στην υπηρεσία τους, δανείζονται τα ονόματά τους, τα πολεμικά τους συνθήματα, τις φορεσιές τους...». Στο τέλος βέβαια όλα αυτά συνήθως καταλήγουν σε μια μεγαλοπρεπή φάρσα.

Η εικόνα της αστυνομικής βίας έξω από τα εκλογικά τμήματα προκάλεσε πραγματικά ναυτία σε ένα σημαντικό τμήμα της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης ανεξάρτητα από τη θέση της έναντι του δημοψηφίσματος. Ο Ραχόι είτε από πανικό είτε από κουτοπόνηρο υπολογισμό προκειμένου να αξιοποιήσει τα δεδομένα για να συσπειρώσει τις δυνάμεις που αντιτίθενται στην απόσχιση πίσω από την ηγεσία του, πολώνοντας την κατάσταση όχι μόνο έναντι των Καταλανών αλλά και έναντι του Ποδέμος, επέλεξε τη βία. Χειρότερα δεν μπορούσε να πράξει.

Κι όμως, τα εργαλεία ήταν μπροστά στα μάτια της ισπανικής κυβέρνησης: όποιος δηλώνει πως θέλει να φύγει πρέπει να θέλει να φύγει πραγματικά, όχι μόνο από το ισπανικό κράτος αλλά από την ίδια την Ευρωπαϊκή Ενωση και το ευρώ. Να στερηθεί των πόρων της Ε.Ε. και να αναλάβει ο ίδιος το κόστος της άμυνας και της φύλαξης των συνόρων του. Και μετά εφόσον θέλει να μπει στην Ενωση, να περιμένει στην ουρά. Αυτή είναι η σωστή σειρά των πραγμάτων. Τότε το δημοψήφισμα θα είχε πραγματικό νόημα, όταν οι πολίτες που θα έπαιρναν μέρος σε αυτό θα γνώριζαν τι ακριβώς θα είχαν να χάσουν και τι να κερδίσουν. Οχι μόνο λόγια του αέρα και ρομαντισμοί περί ταυτοτήτων επιπέδου δημοτικού σχολείου.

Οταν ακριβώς οι πολίτες αντιληφθούν τι σημαίνουν οι «νέες θάλασσες» που τους υπόσχονται πολιτικοί σαν τον Κάρλες Πουτζδεμόν, ίσως να τους γυρίσουν την πλάτη. Ισως, πάλι ο Πουτζεδμόν ως άλλος Τσίπρας του 2015, όταν κατανοήσει πως οι νέες θάλασσες δεν είναι παρά μια σκοτεινή άβυσσος για τον ίδιο και τον λαό του να βρει κι αυτός τον τρόπο να κάνει τη στροφή.

Αναδημοσίευση από ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 10/10/2017

* Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα.