«Οι αστυνομικοί κατά την υπηρεσίαν αυτών, έχοντες ισχύν, εξοικειούνται περί την χρήσιν βίας και κτώνται ροπήν προς αυτήν. Επί πλέον, κατά την υπηρεσίαν, έχουσιν ευκαιρίας προς χρήσιν βίας, προς αυθαιρεσίαν και συγκάλυψιν αυτών.

Προς παρακώλυσιν της διαφυγής του κακούργου, προς καταβολήν της αντιστάσεως αυτού και την σύλληψιν, προς πρόληψιν εγκλημάτων, δύνανται, εν αμύνη όντες, να χρησιμοποιήσωσι βίαν.

Όμως δεν δύναται να καθορισθεί, αν η ασκηθείσα βία εν εκάστη περιπτώσει ή ο φόνος του κακοποιού ήτο αναγκαίος ή ενέχη υπέρβασιν.

Αι πλείσται των τοιούτων περιπτώσεων δεν εξικνούνται μέχρι του δικαστηρίου, αλλά και αν υπόθεσις τις εισαχθή εις το δικαστήριον, κατά κανόνα δεν είναι δυνατόν να διευκρινηθή, υπό τέ την νομικήν και την πραγματικήν έποψιν αυτής».

Απόσπασμα από την Εγκληματολογία, του επί 40 σχεδόν χρόνια καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Κωνσταντίνου Γ. Γαρδίκα.

Ενός πρωτοπόρου για την εποχή του δασκάλου και επιστήμονα, του αποκαλούμενου θεμελιωτή της Εγκληματολογίας στην Ελλάδα, που όμως το συγκεκριμένο σύγγραμμα λοιδορήθηκε ως «ανυπόφορο και αντιδραστικό»(Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 1980). Κάτι που τον οδήγησε στη «ζω εις υπερήφανον μόνωσιν».

Δεν μπορούμε να αποφανθούμε με σιγουριά, αν ο αείμνηστος καθηγητής είχε αφουγκραστεί και καταγράψει αντικειμενικά τους παλμούς της Ελληνικής κοινωνίας, τότε. Διερωτώμεθα απλώς, ποιά θα ήταν η εγκληματολογική του ετυμηγορία για την εικόνα που παρουσιάζει ενίοτε η σημερινή κοινωνία, επειδή έτσι το θέλουν κάποιες ανένταχτες και απροσδιόριστες μειοψηφίες, και ποιά θα έπρεπε να είναι, κατά την άποψή του, η συμπεριφορά της Αστυνομίας.

17 Δεκ. 2019. Γρηγόριος Δημ. Νούσιας