Το πρώτο βήμα για να αντιμετωπισθεί ένα πρόβλημα είναι καταρχήν να ορισθεί ως τέτοιο. Στη συνέχεια να πλαισιοθετηθεί και να διαστασιοποιηθεί με ακρίβεια, προκειμένου να προσδιορισθούν οι δυνατοί χειρισμοί αντιμετωπίσεώς του.
Από πλευράς ασφαλείας μια «περίπτωση» όπως αυτή των Εξαρχείων μπορεί να καταταγεί σε μία από τις τρεις επόμενες κατηγορίες: της Προκλήσεως, του Κινδύνου ή της Απειλής. Και αυτό με βάση ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τα οποία εξετάζονται για την σχετική κωδικοποίηση.

Το γιατί και πως προέκυψε η τρέχουσα κατάσταση, στην κεντρική αυτή περιοχή των Αθηνών εκφεύγει του παρόντος σημειώματος. Θα ασχοληθούμε αποκλειστικώς με την αξιολόγηση και τους δυνατούς χειρισμούς αντιμετωπίσεως.
Στα Εξάρχεια σήμερα υφίσταται μια κατάσταση η οποία συναντάται και σε άλλες Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες με παρεμφερή ειδολογικά χαρακτηριστικά. Στο Παρίσι και τις Βρυξέλλες για παράδειγμα υπάρχουν περιοχές που αν και δεν έχουν χαρακτηρισθεί ως «No go areas» για τις αρχές ασφαλείας, εν τούτοις παρουσιάζονται εκεί δυσχέρειες αστυνόμευσης συγκριτικά με το επίπεδο των υπολοίπων αστικών περιοχών.

Ως «Πρόκληση» ορίζουμε γεγονός (συμβάν, εξέλιξη, δράση) η οποία δημιουργεί κίνδυνο αβεβαιότητας με θετική ή αρνητική προοπτική και επίπτωση, επί ενός δρώντα του συστήματος.
Ως «Κίνδυνο» ορίζουμε γεγονός (συμβάν, εξέλιξη, δράση) το οποίο συγκεκριμενοποιεί την αβεβαιότητα με χαρακτηριστική τάση αρνητικού πρόσημου.

Ως «Απειλή» τέλος ορίζουμε γεγονός (συμβάν, εξέλιξη, δράση) το οποίο έχει ήδη επιφέρει αρνητική επίπτωση και ενέχει αυξημένη πιθανότητα περαιτέρω απώλειας, η οποία ευθέως υπονομεύει την ίδια την ύπαρξη/λειτουργία/επιβίωση του δρώντα.

Σε περιοχές όπως τα Εξάρχεια παρατηρείται διεθνώς μια κλιμάκωση του φαινομένου, η οποία εκτείνεται σε τρεις βαθμίδες και τις κατατάσσει αναλόγως.
Στη πρώτη βαθμίδα παρατηρείται μία κάμψη της «Κρατικής ισχύος» καθώς η παρουσία των αρχών ασφαλείας και αστυνόμευσης είναι πιο χαλαρή από το προβλεπόμενο και σύνηθες, η εικόνα των κτιρίων και των υποδομών είναι ρυπαρή, επιβαρυμένη με φθορές και γκράφιτι, συγκεντρώνονται προτιμησιακά, στον συγκεκριμένο τόπο, συνήθως νυκτερινές ώρες, περιθωριακά στοιχεία και ελλοχεύει η πιθανότητα αναπτύξεως και οργανώσεως ύποπτων και παρανόμων έως εγκληματικών δράσεων. Μέχρι αυτό το σημείο η κατάσταση συνιστά «Πρόκληση Ασφαλείας», είναι αντιμετωπίσιμη με ήπιες αλλά δραστικές μεθόδους και η προοπτική είναι ανατάξιμη.

Στη δεύτερη βαθμίδα παρατηρείται επιπλέον των παραπάνω, μια δυσκολία έως αδυναμία «παροχής υπηρεσιών από το Κράτος» προς τον πολίτη, σε βασικούς ή στοιχειώδεις Κρατικούς τομείς όπως η Ασφάλεια, η ελευθερία κυκλοφορίας, η προστασία της ζωής και της ιδιοκτησίας κα. Στην περίπτωση αυτή παρατηρούμε να έχει αναπτυχθεί και εγκληματική δραστηριότητα η οποία παρωθεί τους εκεί δρώντες στο οργανωμένο έγκλημα, την διακίνηση και εμπορία ναρκωτικών, την κινηματική βία και τον εξεγερσιακό εξτρεμισμό, τις φθορές ιδιοκτησίας, την πρόκληση σωματικών βλαβών και γενικότερα τον κίνδυνο ακόμα και της ζωής για όσους αποπειρώνται να κυκλοφορήσουν διερχόμενοι από εκεί. Σε αυτό το σημείο η κατάσταση συνιστά «Κίνδυνο Ασφαλείας», είναι αντιμετωπίσιμη με κατασταλτικές και προληπτικές μεθόδους, η δε προοπτική είναι ανατάξιμη εφόσον χρησιμοποιηθεί άμεσα και το κρατικό μονοπώλιο της Νόμιμης Βίας για την αποκατάσταση της τάξεως.

Στην τρίτη βαθμίδα παρατηρείται επιπλέον της δυσκολίας «παροχής υπηρεσιών» από το Κράτος προς τον πολίτη, μια εκπεφρασμένη «Θεσμική Κρίση Νομιμοποίησης» του Κράτους εν συνόλω. Οι δρώντες αμφισβητούν την σύγχρονη οργάνωση και λειτουργία των θεσμών του Κράτους. Στην περίπτωση αυτή παρατηρούμε συστηματικές και επαναλαμβανόμενες σε ημερήσια, εβδομαδιαία ή μηνιαία, γενικώς τακτά, χρονικά διαστήματα, ή σε επετειακές ημερομηνίες, ακτιβιστικές ριζοσπαστικές εκφορτίσεις οι οποίες παίρνουν μορφή βίαιας αμφισβήτησης αυτής καθαυτής της υποστάσεως του συγκροτημένου Κράτους, καθώς εκτεταμένες φθορές, τραυματισμοί και/ή θάνατοι σημειώνονται στην ημερησία διάταξη. Σε αυτό το σημείο η κατάσταση συνιστά «Απειλή Ασφαλείας», τίθεται εν αμφιβόλω αυτή καθαυτή η λειτουργία και η υπόσταση του Δημοκρατικού Πολιτεύματος και το αποτύπωμα της βίας αν αφεθεί ανεξέλεγκτο οδηγεί στη ριζική μεταβολή των κοινωνικών δεδομένων.

Στην περίπτωση αυτή ως Ελευθερία ορίζεται η άρνηση υπακοής στον Νόμο και ως Αντιαυταρχισμός η πλήρης υποκειμενική αυθαιρεσία. Κατ΄ ακολουθία το Κράτος καθίσταται ευάλωτο με κίνδυνο να καταλήξει ως Failed State, καθώς προτάσσεται ο συγκρουσιακός χαρακτήρας των διεκδικήσεων ως καθημερινή πρακτική και ενισχύεται ο λαϊκισμός επειδή στη θέση των θεσμών υπεισέρχεται «η λαϊκή βούληση». Ο εναλλακτικός «νόμος του δρόμου» επικρατεί και το άβατο επεκτείνεται. Η συγκεκριμένη Απειλή Ασφαλείας αντιμετωπίζεται με απόλυτα δραστικά και αποφασιστικά μέτρα τα οποία προσδιορίζονται κατά περίπτωση με οργανωμένο επιτελικό σχέδιο.
Τούτων δοθέντων τα «Εξάρχεια» τοποθετούνται επιστημολογικά με βάση τα εμπειρικά δεδομένα, στην κατηγορία της «Απειλής Ασφαλείας», καθώς έχουν προ πολλού διέλθει από τα δύο προηγούμενα στάδια.
Από τη στιγμή που συνομολογήσουμε και συναποφασίσουμε ότι αυτή είναι η διάσταση του προβλήματος, τότε υπάρχει συγκεκριμένη πολιτική και επιχειρησιακή προσέγγιση για την αντιμετώπισή του η οποία μπορεί να αναλυθεί σε επόμενο σημείωμα.

Κρίσιμο όμως είναι να αποδεχθούμε ότι η εκεί διαμορφωθείσα κατάσταση δεν συνιστά συστηματικώς απλή πρόκληση ή κίνδυνο, αλλά σαφή απειλή εθνικής ασφαλείας, η οποία απαιτεί συγκεκριμένο επιτελικά σχεδιασμένο τρόπο δραστικής αντιμετωπίσεως, στα πρότυπα αναλόγων παλαιότερων επιχειρήσεων σε αντίστοιχες περιπτώσεις πόλεων του εξωτερικού.

*Ο κ. Αθανάσιος Κοσμόπουλος είναι Νομικός (LLM), Ταγματάρχης ε.α., έχει εξειδικευθεί στα νομικά ζητήματα των πληροφοριακών συστημάτων και την Στρατηγική Διεθνούς Ασφαλείας. Από τον Ιανουάριο του 2017 είναι πολιτικό στέλεχος της Νέας Δημοκρατίας μέσω της διαδικασίας αξιολόγησης του Μητρώου Πολιτικών Στελεχών.