Η ιδανική γεωγραφική θέση της Κύπρου έχει πολλαπλασιάσει τη γεωστρατηγική, γεωπολιτική και γεωοικονομική σημασία του νησιού. Η Κύπρος αποφάσισε να προχωρήσει στην εξερεύνηση υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο σχετικά αργά σε σύγκριση με άλλα κράτη στο ίδιο γεωγραφικό πλαίσιο, όπως η Αίγυπτος και το Ισραήλ, με εξαίρεση τον Λίβανο που μέχρι στιγμής δεν έχει αναλάβει σχετικές πρωτοβουλίες. Ήδη το 2006 η τότε Κυπριακή κυβέρνηση άρχισε να εξετάζει τις προοπτικές διενέργειας διεθνών διαγωνισμών για την εξερεύνηση υδρογονανθράκων σε μια συνολική έκταση 13 γεωτεμαχίων στα νοτιοανατολικά της νησιωτικής δημοκρατίας εντός της Κυπριακής ΑΟΖ. Παρά τις επανειλημμένες προειδοποιήσεις και απειλές της τουρκικής κυβέρνησης κατά της ανεξαρτησίας και εδαφικής κυριαρχίας της Κυπριακής Δημοκρατίας, συμπεριλαμβανομένων και απειλών κατά των διεθνών εταιρειών πετρελαίου και φυσικού αερίου να μην συμμετάσχουν στους διεθνείς διαγωνισμούς που είχε προκηρύξει η Κυπριακή κυβέρνηση για εξερευνήσεις υδρογονανθράκων στην κυπριακή ΑΟΖ και να μην αποδεχτούν οποιαδήποτε προσφορά για γεωτρήσεις, καθώς κάτι τέτοιο θα τις απέκλειε αυτομάτως από αντίστοιχους διεθνείς διαγωνισμούς που θα προκηρύσσονταν από την τουρκική κυβέρνηση, πολλές και σημαντικές εταιρείες συμμετείχαν στους αρχικούς δύο γύρους υπεράκτιων εξερευνήσεων/γεωτρήσεων που προκηρύχτηκαν από την Κυπριακή κυβέρνηση.
Μεταξύ των διεθνών πετρελαϊκών εταιρειών συγκαταλέγονταν η Novatek της Ρωσίας σε συνεργασία με την GPB Global Resources της Gazprom, η Eni της Ιταλίας, η Γαλλική Τοtal, η Μαλαισιανή Petronas και η Kogas της Κορέας. Προσφορές είχαν επίσης κατατεθεί από τη Vitol με έδρα τις Κάτω Χώρες και την Ελβετία, από την Ισραηλινή Delek, την αμερικανική Marathon Oil και την αυστραλιανή εταιρεία Woodside Energy Holdings. Επιπλέον, διεθνείς εταιρείες από τον Καναδά, την Κύπρο, την Ινδονησία, το Λίβανο και το Ηνωμένο Βασίλειο είχαν εκφράσει σοβαρό ενδιαφέρον για συμμετοχή στους διεθνείς διαγωνισμούς που είχε προκηρύξει η Κύπρος, γεγονός που αποτελεί μια σαφή αναγνώριση της γεωστρατηγικής και γεωοικονομικής αναβάθμισης της Κύπρου, τουλάχιστον ως προς την εξερεύνηση υδρογονανθράκων, καθώς και της μεγάλης αξίας που αυτές οι εταιρείες απέδιδαν στις μεγάλες προοπτικές εξεύρεσης σημαντικών και εμπορεύσιμων αποθεμάτων αρχικά φυσικού αερίου και μεταγενέστερα πετρελαίου στην ΑΟΖ της Κύπρου.
Προς το παρόν η Κύπρος δεν διαθέτει δική της υποδομή φυσικού αερίου και η νησιωτική δημοκρατία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές ξένου πετρελαίου για να καλύψει τις μικρές εσωτερικές ενεργειακές της ανάγκες. Το μεγαλύτερο μέρος της ηλεκτρικής ενέργειας της Κύπρου παράγεται από παλιά πετρελαιοκίνητα εργοστάσια. Δεδομένου του μικρού μεγέθους της χώρας και της μικρής ενεργειακής της αγοράς, η κυβερνητική πρόταση για κατασκευή εργοστασίου παραγωγής ενέργειας στο Βασιλικό θα επαρκούσε όχι μόνο για να ικανοποιήσει πλήρως τις απαιτήσεις της εσωτερικής οικονομίας της Κύπρου αλλά θα μπορούσε το εν λόγω εργοστάσιο να εξελιχθεί και σε ενεργειακό κόμβο για τη μεταφορά φυσικού αερίου οιασδήποτε μορφής και στη συνέχεια πετρελαίου στην Ελλάδα και μέσω αυτής στην υπόλοιπη Ευρώπη. Η Κυπριακή κυβέρνηση ελπίζει ότι μπορεί να μετατρέψει το Βασιλικό σε ενεργειακό κόμβο που θα μπορούσε να εξυπηρετήσει τους υδρογονάνθρακες της Κύπρου, μεταγενέστερα του Ισραήλ και ενδεχομένως και του Λιβάνου. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Κυπριακή κυβέρνηση ελπίζει να καταφέρει να προσελκύσει το φυσικό αέριο του Ισραήλ που προέρχεται από το γεωοικόπεδο Leviathan, η παραγωγή του οποίου έχει προχωρήσει σημαντικά σε σύγκριση με τα αντίστοιχα γεωοικόπεδα της Κύπρου.
Παράλληλα αλλά και ταυτόχρονα με το Ισραήλ, η Λευκωσία κοιτάζει και προς την πλευρά της Ιορδανίας. Σημαντικές ζυμώσεις στα ενεργειακά ζητήματα της Νοτιοανατολικής Μεσογείου συμφωνήθηκαν στην Λευκωσία με αφορμή την πρώτη τριμερή Σύνοδο των ηγετών Κύπρου-Ελλάδας και Ιορδανίας στις 16 Ιανουαρίου 2018, με προοπτική το δίκτυο των συνεργασιών να επεκταθεί και προς την πλευρά του Λιβάνου. Μεταξύ των συμφωνιών που υπεγράφησαν συμπεριλαμβάνεται και Μνημόνιο συναντίληψης για συνεργασία στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
Η επέκταση του δικτύου των τριμερών συνεργασιών και προς την πλευρά του Αμάν συμπληρώνει την πολιτική των συνεργασιών σε τοπικό επίπεδο που εγκαινιάσθηκε στο Κάιρο το 2014 μεταξύ Κύπρου, Ελλάδας και Αιγύπτου. Και αν στις περιπτώσεις του Ισραήλ αλλά και της Αιγύπτου οι χώρες που συμμετέχουν είναι παραγωγές ή εν δυνάμει παραγωγές χώρες φυσικού αερίου, δεν συμβαίνει το ίδιο και με την Ιορδανία. Σε ό,τι αφορά τα ενεργειακά, το Αμάν είναι χώρα καταναλωτής φυσικού αερίου και ως εκ τούτου οι προοπτικές που υπάρχουν κρίνονται πολύ σημαντικές για την Κύπρο.
Με βάση τα σημερινά δεδομένα η Ιορδανία καλύπτει τις εσωτερικές της ανάγκες σε φυσικό αέριο από το Ισραήλ αλλά και με εισαγωγές σε υγροποιημένη μορφή. Ωστόσο οι ανάγκες της Ιορδανίας έχουν αυξητική τάση, εξ ου και η Ιορδανία εμφανίζεται θετική στην προοπτική εισαγωγής φυσικού αερίου από τα κυπριακά κοιτάσματα, ενδεχόμενο το οποίο άλλωστε είχε συζητηθεί προ διετίας τόσο σε κυπριακό κυβερνητικό επίπεδο όσο και από την Εταιρεία Υδρογονανθράκων Κύπρου.
Η Λευκωσία από την πλευρά της ενδιαφέρεται άμεσα για την ύπαρξη ενός δικτύου πώλησης φυσικού αερίου που θα επεκτείνεται στην περιοχή τόσο για οικονομικούς όσο και για καθαρά γεωστρατηγικούς λόγους. Η περίπτωση μελλοντικής συμφωνίας και με την Ιορδανία ουσιαστικά θα κάνει πράξη την πολιτική της Λευκωσίας για ένα δίκτυο τοπικών αγωγών φυσικού αερίου, κάτι που θα ενισχύσει γεωπολιτικά και γεωστρατηγικά τόσο τη Λευκωσία όσο και το Αμάν και εν τέλει θα συμβάλει σε μεγαλύτερη ασφάλεια, συνεργασία και σταθερότητα στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, με εξαίρεση την Τουρκία.
Την πρώτη μέρα του 2018 το γεωτρύπανο Saipem 12000 της κοινοπραξίας ENI-TOTAL ξεκίνησε το ταξίδι του για το βυθό στο τεμάχιο 6 και τον στόχο με την επωνυμία «Καλυψώ». Από τα μεσάνυχτα της 27ης Δεκεμβρίου που το τρυπάνι έφθασε στο σημείο των ερευνών τα πάντα ήταν έτοιμα για την πρώτη από τις τέσσερις προγραμματισμένες γεωτρήσεις σε τεμάχια της κυπριακής ΑΟΖ.
Σύμφωνα με τους σχεδιασμούς της Κυπριακής Δημοκρατίας και των διεθνών εταιρειών που ενεργοποιούνται στην κυπριακή ΑΟΖ, εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, η Λευκωσία δείχνει αποφασιστικότητα έχοντας απέναντί της συνεχιζόμενες τουρκικές απειλές και προκλήσεις. Σύμφωνα με επίσημες τοποθετήσεις, το ερευνητικό έργο στο τεμάχιο 6 θα ολοκληρωθεί μέσα σε 35 μέρες και αμέσως μετά το γεωτρύπανο θα μετακινηθεί στο τεμάχιο 3 της κυπριακής ΑΟΖ για την δεύτερη προγραμματισμένη γεώτρηση στο στόχο με την επωνυμία «Σουπιά».
Σε πολιτικό επίπεδο η επικείμενη έναρξη του ερευνητικού προγράμματος προκαλεί ευφορία στη Λευκωσία. Η κυβέρνηση δια του Υπουργού Ενέργειας Γιώργου Λακκοτρύπη χαιρέτησε και καλωσόρισε την παρουσία του γεωτρύπανου στην Κυπριακή ΑΟΖ. Εκτός από τη γεώτρηση στο τεμάχιο 6 μέσα στο 2018 είναι προγραμματισμένες να πραγματοποιηθούν τουλάχιστον άλλες τρεις γεωτρήσεις. Στο τεμάχιο 3 (μετά το τεμάχιο 6) και άλλες δυο το δεύτερο εξάμηνο του 2018 από την Exxon στο τεμάχιο 10. « Η γεώτρηση στο τεμάχιο 6 είναι η καλύτερη απάντηση στις τουρκικές προκλήσεις» ανέφερε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Νίκος Χριστοδουλίδης στις 28 Δεκεμβρίου 2017.
Η γεώτρηση στο τεμάχιο 6 υπολογίζεται ότι θα έχει ολοκληρωθεί το πρώτο δεκαήμερο Φεβρουαρίου. Με βάση την εικόνα που δίνεται, δεν εκτιμάται ότι θα υπάρξει παρέκκλιση από το αρχικό πρόγραμμα της γεώτρησης. Στη συνέχεια το γεωτρύπανο Saipem 12000 θα μετακινηθεί στο τεμάχιο 3 και το στόχο «Σουπιά» όπου θα πραγματοποιήσει την δεύτερη ερευνητική γεώτρηση για λογαριασμό της ΕΝΙ.
Στο μεταξύ, πολύ καλύτερα απ' ό,τι υπολογιζόταν, κυλούν οι εργασίες του γεωτρύπανου Saipem 12000 στο σημείο γεώτρησης «Καλυψώ» του τεμαχίου 6 της ΑΟΖ. Το γεωτρύπανο έχει φθάσει σε βάθος περίπου 1.000 μέτρων από το βυθό της θάλασσας - απόσταση που ισοδυναμεί με το 1/3 του συνολικού βάθους που θα φθάσει το τρυπάνι, που είναι τα 3.657 μέτρα.
Η λήξη των προγραμματισμένων ερευνητικών γεωτρήσεων για το 2018 θα πέσει στο τεμάχιο 10 όπου η αμερικανική Exxon έχει ανακοινώσει ότι θα πραγματοποιήσει το δεύτερο εξάμηνο το 2018 δύο γεωτρήσεις.
Η Τουρκία επανήλθε προκλητική στον «ψυχρό πόλεμο» που διεξάγει κατά της Κύπρου με νέες παράνομες Navtex, εκ των οποίων η πρώτη ουσιαστικά περικυκλώνει την Κύπρο από βορειοδυτικά του Ακάμα μέχρι νοτιοανατολικά του Κάβο Γκρέκο.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η έκταση της θαλάσσιας ζώνης που αφορά τη συγκεκριμένη πρόκληση αντιστοιχεί σε 41.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα και ο σκοπός είναι η «ρυμούλκηση υποβρυχίων συσκευών». Περιλαμβάνει μεγάλες εκτάσεις των τεμαχίων «1», «2», «3», «6», «7», «8», «9», «13» και πλησιάζει σε απόσταση 14 χιλιομέτρων το σημείο της γεώτρησης στον στόχο «Καλυψώ» από τo «Saipem 12000». Επικαλύπτει μάλιστα τον επόμενο στόχο γεώτρησης της ΕΝΙ, τον στόχο «Σουπιά». Επικαλύπτει επίσης και τους θαλάσσιους και εναέριους διαδρόμους που δέσμευσε η Κυπριακή Δημοκρατία για την πλεύση των πλοίων υποστήριξης της γεώτρησης από το «Saipem 12000» και των ελικοπτέρων που πετούν από το αεροδρόμιο Λάρνακας προς το γεωτρύπανο.
Με δεύτερη παράνομη Navtex που εξεδόθη, η Τουρκία δέσμευσε περιοχή ανοικτά του Μαζωτού, στα όρια περιοχής που δέσμευσε επίσης η Κυπριακή Δημοκρατία με Notam και Navtex για αεροναυτική άσκηση.
Από το απόγευμα της Πρωτοχρονιάς ξεκίνησε επίσης το σεισμογραφικό «Barbaros» μεταξύ των βόρειων ακτών της Τουρκίας στην περιοχή Σινίφκης-Μερσίνης και των βόρειων ακτών της χερσονήσου του Ακάμα, στην περιοχή που «δέσμευσε» η Τουρκία για την περίοδο 29 Δεκεμβρίου 2017-18 Μαρτίου 2018, μέρος της οποίας επίσης εμπίπτει στην περιοχή ευθύνης της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Το Κέντρο Συντονισμού Έρευνας-Διάσωσης της Λευκωσίας έχει εκδώσει σε όλες τις περιπτώσεις αυστηρές αντι-Νavtex χαρακτηρίζοντάς τες «παράνομες» και «εκδοθείσες από μη αρμόδια Αρχή», ενώ ο παράκτιος σταθμός Αττάλειας με δικές του ανακοινώσεις αναφέρει ότι θα συνεχίζει να ανακοινώνει τις σχετικές ειδοποιήσεις για ασφάλεια της ναυσιπλοΐας.
Μέχρι στιγμής ωστόσο και παρά την έκδοση παράνομων Navtex για δέσμευση περιοχών και εκτέλεση αντίστοιχων γεωτρήσεων, η τουρκική παρουσία στην περιοχή της γεώτρησης είναι μειωμένη, σε βαθμό ακόμα και πέραν της συνηθισμένης δραστηριότητας που παρατηρείται σε περιόδους κατά τις οποίες δεν υπάρχουν ερευνητικές δραστηριότητες εντός της κυπριακής ΑΟΖ. Από την ημερομηνία έναρξης της γεώτρησης (1 Ιανουαρίου) κατά διαστήματα παρατηρείται απλή διέλευση πολεμικών μέσων της Τουρκίας εκτός της ζώνης επιτήρησης της γεώτρησης, που είναι τα πέντε ναυτικά μίλια.
Η Κυπριακή κυβέρνηση γνωρίζει ότι, ανεξάρτητα από τις απειλές, τις προκλήσεις και τις παραβιάσεις της Τουρκίας κατά της ανεξαρτησίας και της εδαφικής της ακεραιότητας, η τελευταία θα διστάσει πολύ να επιτεθεί στρατιωτικά σε εγκαταστάσεις φυσικού αερίου και σε θαλάσσιες πλατφόρμες στην ΑΟΖ της Κύπρου, κάτι που θα φέρει την Άγκυρα σε άμεση αντιπαράθεση με τις χώρες στις οποίες οι πλατφόρμες γεώτρησης ανήκουν.
Μια τουρκική στρατιωτική ενέργεια κατά της Κύπρου θα προκαλούσε τεράστια αναταραχή και αστάθεια στην Ανατολική Μεσόγειο και την άμεση παρέμβαση σημαντικών παραγόντων (κρατών και διεθνών οργανισμών) με μεγάλα οικονομικά, ενεργειακά και πολιτικά συμφέροντα στην Ανατολική Μεσόγειο, όπως οι ΗΠΑ, το Ισραήλ, η Αίγυπτος, η Ρωσία, η Κίνα, η ΕΕ, το ΝΑΤΟ, κλπ.
Η Ουάσινγκτον σε μία τέτοια περίπτωση δεν θα επενέβαινε στρατιωτικά για να σώσει την Κύπρο, όπως άλλωστε συνέβη και κατά τη διάρκεια της διπλής τουρκικής εισβολής τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1974. Ωστόσο, θα καταδίκαζε πολιτικά την κίνηση της Τουρκίας. Άλλωστε μια αμερικανική στρατιωτική αντίδραση θα συνεπαγόταν την ουσιαστική εμπλοκή των αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων εναντίον των τουρκικών δυνάμεων, κάτι που θα επιδείνωνε περαιτέρω την κατάσταση και θα προκαλούσε ανάφλεξη σε ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο, δίνοντας τη δυνατότητα σε χώρες που αντιστρατεύονται διπλωματικά και στρατιωτικά τις ΗΠΑ, όπως π.χ. η Ρωσία και η Κίνα να εμπλακούν ενεργότερα στην Ανατολική Μεσόγειο.
Κατά την άποψή μου, το κουρδικό ζήτημα δεν θα αποτελούσε στρατιωτικό εμπόδιο για πιθανή εξαπόλυση τουρκικής στρατιωτικής ενέργειας κατά της Κύπρου. Οι τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις που είναι ήδη επιχειρησιακά εμπλεκόμενες στο νότιο και νοτιοανατολικό τμήμα της χώρας ενάντια στις κουρδικές δυνάμεις του PKK μετά την αναζωογόνηση της σύγκρουσης το 1984 είναι μικρές. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Τουρκία θα μπορούσε κάλλιστα να επιχειρήσει μία επίθεση εναντίον της Κύπρου χωρίς να χρειάζεται να αφαιρέσει στρατιωτικές δυνάμεις που είναι ήδη στρατιωτικά ενεργές στη νότια και νοτιοανατολική χώρα.
Εξάλλου, οι τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις που σταθμεύουν στο βόρειο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου και εκείνες στη δυτική Τουρκία απέναντι από τη νησιωτική δημοκρατία είναι ικανές - τόσο από ποιοτική όσο και από ποσοτική άποψη - να ξεκινήσουν μια στρατιωτική επίθεση εναντίον της νησιωτικής δημοκρατίας χωρίς να αναγκαστεί η Τουρκία να αποσύρει στρατιωτικές δυνάμεις που πολεμούν στα νοτιοανατολικά έναντι των κουρδικών δυνάμεων του ΡΚΚ. Ως εκ τούτου, η Τουρκία θα μπορούσε να συνεχίσει να βρίσκεται σε μία εμπόλεμη τοπική επιχείρηση καταστολής ανταρτών στα νοτιοανατολικά της και ταυτόχρονα να ξεκινήσει μια μεγαλύτερη στρατιωτική επιχείρηση κατά της Κύπρου χωρίς να διακινδυνεύσει μια στρατιωτική ήττα στα νοτιοανατολικά.
Στην πραγματικότητα, η Τουρκία αποτρέπεται από την έναρξη στρατιωτικής επίθεσης κατά της Κύπρου για λόγους που βρίσκονται μακράν του στρατιωτικού τομέα. Μια τουρκική επίθεση εναντίον της Κύπρου αποτελεί σοβαρή παραβίαση του διεθνούς δικαίου και κατά συνέπεια θα καταγγελλόταν κατάφωρα από μεγάλους διεθνείς οργανισμούς και ανεξάρτητα κράτη.
Στη διεθνή σκηνή, η Τουρκία θα έπρεπε να αντιμετωπίσει σοβαρές επικρίσεις, ενδεχόμενες οικονομικές κυρώσεις και θα ήταν πιθανό να τιμωρηθεί με πολιτική και διπλωματική απομόνωση για μια τέτοια κίνηση. Ταυτόχρονα, η Λευκωσία και η Αθήνα θα απαιτούσαν την άμεση σύγκλιση του ΣΑΗΕ και θα ζητούσαν την αποδοκιμασία μιας τέτοιας πράξης και την άμεση αποκατάσταση του status quo ante. Επιπλέον, η Αθήνα και η Λευκωσία θα ζητούσαν την άμεση σύγκληση του Συμβουλίου Γενικών και Εξωτερικών Υποθέσεων της ΕΕ, αν όχι την έκτακτη σύγκληση του Συμβουλίου Αρχηγών Κρατών και Κυβερνήσεων της ΕΕ, το οποίο επίσης θα καταδίκαζε απερίφραστα την τουρκική δράση και θα αποφάσιζε για επιπλέον συγκεκριμένες πολιτικές, διπλωματικές και οικονομικές ενέργειες εναντίον της Τουρκίας.
Παρόμοιες πολιτικές και διπλωματικές κινήσεις θα μπορούσαν να γίνουν σε όλα τα διεθνή fora στα οποία συμμετέχουν τόσο η Ελλάδα όσο και η Κύπρος προκειμένου να καταδικάσουν τις τουρκικές πράξεις. Eπιπροσθέτως, Ελλάδα και Κύπρος θα ενεργοποιούσαν τον απόδημο ελληνισμό και θα ζητούσαν και τη δική του συνδρομή για την επιρροή των ξένων κυβερνήσεων με σκοπό την καταδίκη της Τουρκίας. Επιπλέον, μία ενδεχόμενη τουρκική ενέργεια ενάντια στην Κύπρο θα σήμαινε πιθανότατα μια ελληνική στρατιωτική αντεπίθεση εναντίον της Τουρκίας είτε στο Κυπριακό θέατρο επιχειρήσεων, είτε στο Αιγαίο, είτε σε άλλους γεωγραφικούς χώρους ή συνδυαστικά.
Η Ελλάδα έχει δηλώσει πολλές φορές ότι οιαδήποτε Τουρκική στρατιωτική κίνηση εναντίον της Κύπρου θα απαντηθεί από μια ελληνική στρατιωτική αντίδραση, αφού η Ελλάδα θα στέκεται πάντα δίπλα στην Κύπρο.
Εξίσου σημαντικό είναι ότι μια τουρκική στρατιωτική ενέργεια εναντίον της Κύπρου πιθανότατα θα προκαλούσε, ύστερα από ελληνικό και κυπριακό αίτημα, τη διακοπή κοικονομικής βοήθειας που δίδεται στην Τουρκία από το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα, από διεθνείς οργανισμούς, από τα όργανα και τους θεσμούς των ΗΠΑ, της ΕΕ καθώς και από τρίτα κράτη. Η Λευκωσία και η Αθήνα θα καλούσαν για άμεση διακοπή όλων των πολιτικών, διπλωματικών και οικονομικών σχέσεων όσο περισσότερων χωρών θα μπορούσαν να επηρεάσουν καθώς και της ΕΕ με την Τουρκία, και θα απαιτούσαν τη διακοπή της τουρκικής ενταξιακής διαδικασίας στην ΕΕ. Παρόλο που κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι η πορεία της Τουρκίας προς την Ευρώπη ίσως δεν είναι τόσο ελκυστική για τον τουρκικό λαό όπως στο παρελθόν, η Τουρκία δεν θα ήθελε να επιδεινώσει τις σχέσεις της με την ΕΕ και τα κράτη μέλη της, και αν και η τουρκική ένταξη στην ΕΕ παραμένει μετέωρη και νεφελώδης, εν τω μεταξύ η Τουρκία αποσπά από την ΕΕ σημαντικά οικονομικά οφέλη τα οποία είναι απαραίτητα για να κρατήσει την επισφαλή οικονομία της ζωντανή και να διατηρήσει το όνειρο της ένταξής της στην ΕΕ. Εξάλλου, η τουρκική επιχειρηματική και οικονομική ελίτ και η ανώτερη τουρκική πολιτική τάξη δεν αντιτίθενται στην ένταξη στην ΕΕ, δεδομένου ότι μια τέτοια κίνηση θα διευρύνει σημαντικά τις αγορές της ΕΕ σε προϊόντα της Τουρκίας και θα επεκτείνει τον όγκο εμπορίου των Τουρκικών προϊόντων.
Εν κατακλείδι, όπως άλλωστε έχει δείξει έμπρακτα η Λευκωσία στο παρελθόν η Κύπρος θα προχωρήσει ανεπηρέαστη από τις τουρκικές προκλήσεις και απειλές κατά της εδαφικής της ακεραιότητας και κυριαρχίας προς περαιτέρω εξερεύνηση του φυσικού της πλούτου, σφραγίζοντας περισσότερες συμφωνίες υπεράκτιων γεωτρήσεων με διεθνείς πετρελαϊκές εταιρείες.
*M.Phil in Modern Greek Studies, University of Birmingham, Ηνωμένο Βασίλειο
M.A. «Μεσογειακές Σπουδές», Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων