JIM WATSON via Getty Images

Το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου ανέδειξε τις Ηνωμένες Πολιτείες ως το ισχυρότερο κράτος του διεθνούς συστήματος και αδιαμφισβήτητο ηγεμόνα του φιλελεύθερου κόσμου, στην αντιπαράθεση με την Σοβιετική Ένωση και τις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού. Η επικράτηση του δυτικού συνασπισμού, στον τεσσαρακονταπενταετή ανταγωνισμό με τα σοσιαλιστικά κράτη, προήγαγαν τις Ηνωμένες Πολιτείες ως τον ηγεμόνα του διεθνούς συστήματος. Η διαχείριση της αμερικανικής ηγεμονίας αποτέλεσε βασικό μέλημα και των τριών μεταψυχροπολεμικών προεδριών: των δημοκρατικών Μπιλ Κλίντον (1993-2000) και Μπάρακ Ομπάμα (2009-2016) και του ρεπουμπλικάνου Τζορτ Μπους (George W. Bush) (2001- 2008). Βέβαια, οι προσπάθειές τους δεν στέφθηκαν με τον ίδιο βαθμό επιτυχίας.

 Αναμφίβολα και η διακυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ, αποσκοπεί στην διαιώνιση της αμερικανικής πρωτοκαθεδρίας. Κάθε επιτυχημένη ηγεμονική δομή στο διεθνές σύστημα προϋποθέτει μία ισχυρή υλική βάση για να μπορεί να το διαχειριστεί, μία κατευθυντήρια ιδέα συγκρότησής του, έναν συνδυασμό συναίνεσης και επιβολής προς τα συμμαχικά και τα ηγεμονευόμενα κράτη, το μοίρασμα οφελών κι έναν αποδεκτό επιμερισμό του κόστους των ζημιών που προκύπτουν, ως αντίδωρο για την παροχή σταθερότητας στο διεθνές σύστημα. Διαχρονικά έχει αποδειχθεί ότι η συγκεκριμένη «συνταγή» μόνο εύκολή δεν είναι, έχοντας πολλά ιστορικά παραδείγματα απώλειας της ηγεμονικής θέσης μεγάλων δυνάμεων με ειρηνικό και, συνηθέστερα, μη τρόπο.
 Στην παρούσα συγκυρία οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν να αντιμετωπίσουν μία δυνάμει ηγεμονική χώρα, την Κίνα, και αρκετούς διαφορετικών δυνατοτήτων περιφερειακούς δρώντες, Ρωσσία , Ινδία , Ιαπωνία , Γερμανία . Η διαχείριση της συγκεκριμένης κατάστασης θα είναι ευκολότερη εφ’ όσον η Ουάσιγκτον εξακολουθήσει να θεωρείται από τις περισσότερες χώρες, συμμαχικές και όχι μόνο, ως ο εγγυητής της σταθερότητας στο διεθνές σύστημα. Διαχρονικά ο εκάστοτε ηγεμόνας, για να διατηρήσει ευκολότερα την θέση του στο διεθνές σύστημα, οφείλει να αποτρέψει τις εναντίον του αντι-συσπειρώσεις από τις υπόλοιπες μεγάλες δυνάμεις.
 
Μετά από ενάμιση χρόνο στην προεδρία ο Ντόναλντ Τραμπ με τις ενέργειές του φαίνεται να υποσκάπτει το αμερικανικό ηγεμονικό status. Στον οικονομικό και εμπορικό τομέα επιδιώκει να επανακαθορίσει τους κανόνες του διεθνούς εμπορίου, προς όφελος της χώρας του, χρησιμοποιώντας την δεσπόζουσα θέση της Ουάσιγκτον σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο, για να καλύψει το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας της αμερικανικής οικονομίας σε ορισμένους τομείς. Με όρους εσωτερικής πολιτικής, ο νυν Πρόεδρος εισακούει τα κελεύσματα των πιο συντηρητικών και θιγόμενων από την «παγκοσμιοποίηση» τμημάτων της αμερικανικής κοινωνίας, τα οποία άλλωστε τον ψήφισαν. Με όρους διεθνοπολιτικής πρακτικής των μεγάλων δυνάμεων, ο ηγεμόνας θέλει να αλλάξει τους κανόνες κατά το δοκούν. Η εφαρμογή δασμών εκ μέρους των Ηνωμένων Πολιτειών προς τρίτες χώρες για ορισμένα προϊόντα, δημιουργεί συνθήκες αντιστροφής της όλης διαδικασίας απελευθέρωσης του εμπορίου, όπου η Ουάσιγκτον διαχρονικά πρωτοστατούσε. Πιθανά αντίμετρα από τα θιγόμενα κράτη, όπως η Κίνα, θα διασαλεύσουν την οικονομική πτυχή της διεθνούς τάξης.

Στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής και κυρίως στην περιοχή της Μέσης Ανατολής η αμερικανική κυβέρνηση έχει λειτουργήσει εξόχως αποσταθεροποιητικά. Η αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ, συνιστά ενέργεια που δυσκολεύει τους αναλυτές να κατανοήσουν: με ποιόν τρόπο εξυπηρετούνται τα αμερικανικά συμφέροντα στην περιοχή; Βέβαια, το State Department διατείνεται ότι η συγκεκριμένη απόφαση είναι ορθολογική, διότι θα επανεκκινήσει την ειρηνευτική διαδικασία επίλυσης του Παλαιστινιακού και ενισχύει τον σημαντικότερο σύμμαχό τους στην περιοχή, το Ισραήλ. Από τα μέχρι στιγμής πεπραγμένα δεν επαληθεύεται η πρώτη υπόθεση, ούτε τεκμαίρεται εύκολα η δεύτερη, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες απώλεσαν τον ρόλο του εντίμου διαμεσολαβητή. Ακολούθως, η απόσυρση των Ηνωμένων Πολιτειών από της συμφωνία της διεθνούς κοινότητας με το Ιράν, ώστε να διασφαλιστεί η χρήση της πυρηνικής ενέργειας μόνο για ειρηνικούς σκοπούς, δημιουργεί συναφείς και εύλογους προβληματισμούς. Η αποχώρηση της Ουάσιγκτον και οι πιθανές κυρώσεις θα επιδεινώσουν τις τεταμένες σινοαμερικανικές και αμερικανορωσσικές σχέσεις καθώς και θα διαταράξουν την ευρωατλαντική συμμαχία, ιδιαίτερα αν τα υπόλοιπα μέρη παραμείνουν στην συμφωνία. Η αντιπαράθεση της Ουάσιγκτον με τους ευρωπαίους συμμάχους της, την Κίνα και την Ρωσσία, για την τύχη της συμφωνίας με το Ιράν, δεν συνιστά ορθολογική επιλογή και πλήττει τα αμερικανικά συμφέροντα.

Τα εκκρεμή ζητήματα του Προέδρου Τραμπ, απότοκα του προτέρου βίου του και των προεκλογικών πρακτικών του , σε συνδυασμό με τους ισχυρούς θεσμούς του αμερικανικού πολιτικού και δικαστικού συστήματος, δυσχεραίνουν την προεδρική του θητεία και θέτουν εν αμφιβόλω την πολιτική του σταδιοδρομία. Ίσως λοιπόν, τα πολλά εσωτερικά μέτωπα του Προέδρου Τραμπ να τον ώθησαν στην αναζήτηση πολιτικών ερεισμάτων, χρησιμοποιώντας το πεδίο της εξωτερικής πολιτικής. Ο εφελκυσμός των συντηρητικών και φιλο-ισραηλινών κύκλων σε θεσμικό και εξωθεσμικό επίπεδο, ίσως να είναι αναγκαίος στην τωρινή συγκυρία για την πολιτική ενίσχυση ή και επιβίωση του Αμερικανού Προέδρου.

Το ερώτημα που αναφύεται συνίσταται στο: ποιές θα είναι οι συνέπειες των ενεργειών του Ντόναλντ Τραμπ, όσον αφορά την πορεία της αμερικανικής ηγεμονίας; Αντλώντας από την ιστορική παρακαταθήκη του σύγχρονου διακρατικού συστήματος, σχετικά με τον τρόπο διατήρησης των ηγεμονικών δομών, σε συνδυασμό και τις τωρινές συνθήκες και τάσεις οι Ηνωμένες Πολιτείες θα διατηρήσουν ευκολότερα την θέση τους, εφ’ όσον θεωρούνται από τους τρίτους δρώντες παράγων σταθερότητας και όχι αστάθειας στο διεθνές σύστημα˙ βασικό στοιχείο για την νομιμοποίηση του εκάστοτε ηγεμόνα. Επίσης οφείλουν να παρεμποδίσουν -και όχι να δρομολογούν- κάθε σύμπραξη μεταξύ των άλλων μεγάλων δυνάμεων, αναδεικνύοντας και εκμεταλλευόμενες παράλληλα τις μεταξύ τους διαφορές.

Ποιά είναι όμως τα όρια επιβολής των Ηνωμένων Πολιτειών προς τις μεγάλες δυνάμεις για όλα τα ανοικτά ζητήματα, στην παρούσα συγκυρία; Σε σχέση με δύο δεκαετίες πριν, η ικανότητα «χειραγώγησης» έχει περιοριστεί, κάνοντας αναγκαιότερο έναν ορθολογισμό, ο οποίος θα συνυπολογίζει αυστηρότερα, τα πιθανά κόστη και οφέλη. Ενέργειες που εξυπηρετούν κυρίως εσωτερικές πολιτικές θα πρέπει να αποφεύγονται, διότι υποσκάπτουν μεσοπρόθεσμα τα αμερικανικά συμφέροντα˙ η εμμονή σχετικά το Ιράν συνιστά διπλωματική «σπατάλη» για την Ουάσιγκτον.

Η δυνατότητα των Ηνωμένων Πολιτειών να επιβάλουν τις θέσεις τους σε συμμάχους και ανταγωνιστές εξακολουθεί να υφίσταται, φθίνουσα κι έχοντας αυξανόμενο οριακό κόστος. Τα ηγεμονικά σχήματα μακροημερεύουν ευκολότερα όταν βασίζονται περισσότερο στην συναίνεση παρά στην επιβολή, παραδοχή που αγνοεί από ιδιοσυγκρασία ο νυν Πρόεδρος, και απεχθάνεται επειδή την ακολούθησε ο προκάτοχός του.

  Χρήστος Ζιώγας Μεταδιδακτορικός Ερευνητής και Διδάσκων Διεθνείς Σχέσεις στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

 Source: https://www.huffingtonpost.gr/entry/ntonalnt-tramp-proedrike-adenamia-kai-oi-apaiteseis-mias-eyemonias_gr_5b0e7d39e4b021e3a19fbd0c