Αναμφισβήτητα το τελευταίο διάστημα μια σειρά γεγονότων, τα οποία σχετίζονται με την συμπεριφορά της Τουρκίας έναντι της Ελλάδας και της Κύπρου, έχουν θορυβήσει ακόμη και τους πιο αιθεροβάμονες, σχετικά με την πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων, και αδιάφορους, για ζητήματα που δεν άπτονται της ιδιωτικής τους σφαίρας, Έλληνες πολίτες.

OZAN KOSE via Getty Images
Όσον αφορά τα κίνητρα δράσης της Άγκυρας όλες οι αιτιάσεις – εκλογικεύσεις, πέραν του γεγονότος ότι συνιστά ένα αναθεωρητικό κράτος το οποίο μέσω της απειλής και χρήσης βίας επιδιώκει να αναμορφώσει προς όφελος του τους περιφερειακούς συσχετισμούς ισχύος, έχουν περιορισμένη ερμηνευτική αξία ή είναι επί της ουσίας αδιάφορες για την Ελλάδα και την Κύπρο. Πιο συγκεκριμένα όλοι όσοι υποστηρίζουν ότι οι προκλήσεις πραγματοποιούνται για εσωτερικούς πολιτικούς λόγους στην Τουρκία, οφείλουν να μας απαντήσουν: από πότε η εξωτερική πολιτική ενός κράτους δεν αλληλοεπιδρά με το εσωτερικό πολιτικό σύστημα; Η θεωρία εξωτερικής πολιτικής προσδιορίζει τρία επίπεδα ανάλυσης: το ατομικό, το κρατικό και το διεθνές που συνδιαμορφώνουν την εξωτερική πολιτική ενός κράτους. Είναι γεγονός ότι τείνει να αποκτήσει χαρακτηριστικά θεσμικής υποχρέωσης για το λοιπό, συμπολιτευόμενο και αντιπολιτευόμενο, πολιτικό προσωπικό στην Τουρκία η συγκατάνευση και πολλές φορές υπερθεμάτιση των αναθεωρητικών δηλώσεων του Ταγίπ Ερντογάν.
Κατά την πρόσφατη επίσκεψη του Τούρκου Προέδρου στην χώρα μας, το αμιγώς «κανονιστικό» περιεχόμενο του ελληνικού αντίλογου στις τουρκικές αιτιάσεις δεν εκτιμήθηκε δεόντως από τον υψηλό προσκεκλημένο. Όπως τα συμπαθή τετράποδα γίνονται πιο επιθετικά όταν οσμιστούν τον φόβο, έτσι και η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της γειτονικής χώρας έγινε επιθετικότερη στο Αιγαίο και την Κύπρο, ερμηνεύοντας την νομική επιχειρηματολογία της ελληνικής πλευράς ως αδυναμία. Αν και δεν υπάρχει επίσημη απόφαση στην Ελλάδα, έχει ξεκινήσει η συζήτηση, κατά πόσο είναι αναγκαίος ο επαναπροσδιορισμός του πλαισίου προσέγγισης και εφαρμογής των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
 
Η Ελλάδα και η Κύπρος έχουν να διαχειριστούν στρατηγικά τον τουρκικό ηγεμονισμό υπό συνθήκες αναδιανομής του παγκόσμιου καταμερισμού ισχύος, που επηρεάζει και την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, την δομική αδυναμία της ΕΕ να «παράξει» αξιόπιστη και προς όλα τα κράτη – μέλη Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας και τα όρια διασφαλίσεων του υπάρχοντος διεθνούς κανονιστικού και δικαιικού πλαισίου. Το πρόβλημα θα ήταν μικρότερης έντασης και ευκολότερα αντιμετωπίσιμο αν προσλαμβάναμε όλα τα παραπάνω δεδομένα στην πραγματική τους διάσταση και όχι στην ονομαστική του αξία ή κατ’ αρέσκεια. Η παθητικότητα της ελληνικής και κυπριακής πλευράς αναπαράγει και την απροθυμία της ΕΕ. Μία ενεργότερη προσέγγιση έναντι της Τουρκίας ίσως να κινητοποιήσει την Ένωση, μεσολαβώντας για την αποτροπή μιας σύγκρουσης.

Εξετάζοντας άλλες στρατηγικές έναντι της Τουρκίας, πέραν του εμπεδωμένου «υπολανθάνοντος κατευνασμού» - ο οποίος εξάντλησε τα όρια του -, η στρατηγική «μεταφοράς βαρών», σύμφωνα με την τυπολογία του Mearsheimer, στην συγκεκριμένη περίπτωση έχει περιορισμένες δυνατότητες εφαρμογής. Η εν λόγω στρατηγική βασίζεται ότι ένας τρίτος δρών θα εξισορροπήσει την αναθεωρητική Τουρκία. Η γεωγραφική εγγύτητα και η εκ των πραγμάτων εκδίπλωση του τουρκικού ηγεμονισμού σε ζώνες κυριαρχίας της Ελλάδας και της Κύπρου, κάνει πιθανότερο το σενάριο να γίνουμε στόχος στρατηγικής «μεταφοράς βαρών» από όμορα κράτη, παρά να κάνουμε χρήση της. Επομένως, η ελληνική πλευρά έχει την ανάγκη αναπροσαρμογής της αποτρεπτικής της στρατηγικής.

Η αποτροπή ως στρατηγική πρακτική, των μη-αναθεωρητικών κρατών, αντικειμενικό σκοπό έχει να αποφευχθεί ο πόλεμος μέσω του σαφούς προσδιορισμού, προς τον αντίπαλο, του κόστους που θα υποστεί σε περίπτωση μίας επιθετικής του ενέργειας και το οποίο θα είναι κατά πολύ μεγαλύτερο από το πιθανολογούμενο όφελός του. Μετά την πρόσφατη κρίση στα Ίμια, ο Έλληνας Υπουργός Εξωτερικών κ. Νίκος Κοτζιάς δήλωσε ότι: «Η Τουρκία έφτασε στην κόκκινη γραμμή και με κάποια έννοια την προσπέρασε και τους είπαμε ότι δεν θα υπάρξει ξανά τέτοια ‘ειρηνική’ ας το πούμε συμπεριφορά από την ελληνική πλευρά». Από τα προαναφερθέντα μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι έχουν ήδη αποδεσμευτεί αυστηρότεροι κανόνες εμπλοκής προς τις ένοπλες δυνάμεις. Θα ήταν μέγα στρατηγικό σφάλμα αν η εν λόγω υπόμνηση προς την Τουρκία και η δημοσιοποίησή της δεν έγινε στα πλαίσια μίας ειλημμένης απόφασης.

Όσο ποτέ άλλοτε στο πρόσφατο παρελθόν, είναι αναγκαία η υιοθέτηση στρατηγικής quid pro quo, σύμφωνα με την οποία κάθε μη φιλική ενέργεια της Τουρκίας θα επιφέρει άμεσο και αναλογικό κόστος σε πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο. Να αποσαφηνιστεί ότι η ελληνοτουρκική προσέγγιση δεν θα επαφίεται μόνο στην καλή θέληση της Αθήνας. Το «αγαθό» της μη κλιμάκωσης έχει διαρκώς αυξανόμενο «οριακό κόστος» τείνοντας να απειλήσει την ασφάλεια της χώρας. Οφείλουμε επομένως να αναπροσαρμόσουμε την «παραγωγική» διαδικασία αποτροπής για να διατηρηθεί ο στόχος της διατήρησης το status quo.

Εφ’ όσον η ελληνική κυβέρνηση θέλει να ανατάξει την αποτρεπτική της στρατηγική οφείλει να καταδείξει την αποφασιστικότητά της. Η πολιτική απόφαση της, σε κάθε περίπτωση, μη κλιμάκωσης έχει οδηγήσει σε επιχειρησιακή προβλεψιμότητα και στρατηγική σύγχυση. Παράλληλα, η απόλυτη ευθυγράμμιση του ορθού πολιτικού στόχου της διαφύλαξης της ειρήνης, υπό το πρίσμα της μη-πρόκλησης, έχει επιφέρει επιχειρησιακούς αυτοπεριορισμούς, όταν η αποτρεπτική στρατηγική επιτάσσει υπομνήσεις στρατιωτικών ικανοτήτων. Όλα τα παραπάνω έχουν οδηγήσει σε απώλεια κάθε πρωτοβουλίας και αποτρεπτική δυστοκία. Η βεβαιότητα χρήσης μόνον ανταποδοτικών πυρών εκ μέρους των ελληνικών πληρωμάτων στον αέρα, την θάλασσα και την ξηρά – μετά το γεγονός του Έβρου- έχει οδηγήσει στην σημερινή ανεξέλεγκτη τουρκική προκλητικότητα.Ίσως η ελληνική κυβέρνηση θα ήταν χρήσιμο να εξετάσει την υιοθέτηση ενός, οριοθετημένου μεν αλλά πιό ευέλικτου δε, πλαισίου κανόνων εμπλοκής, δίδοντας προς στους κυβερνήτες των πλοίων και τους ιπτάμενους της ΠΑ, μεγαλύτερη ευχέρεια χρήσης πυρών σε περιπτώσεις τουρκικών προκλήσεων. Βέβαια, το αντίτιμο μίας τέτοιας ενέργειας είναι ότι αυξάνονται οι πιθανότητες κλιμάκωσης , οι οποίες όμως είναι υπαρκτές και υπό τις παρούσες συνθήκες.

Ο τουρκικός ηγεμονισμός έχει ενταθεί ενώ εξακολουθεί να υφίσταται μια σχετική στρατιωτική ισορροπία. Μετά από 3-4 χρόνια, που θα έχει ανατραπεί σε σημαντικό βαθμό ο σημερινός στρατιωτικός συσχετισμός, τυχόν τουρκικές διστακτικότητες ανάληψης ενεργότερης δράσης μάλλον θα υποχωρήσουν. Δίχως να αγνοούνται οι πιθανότητες μιας κλιμάκωσης από την υιοθέτηση μίας πιό ενεργητικής επιχειρησιακής στρατηγικής, η συνέχιση της παρούσας κατάστασης θα οδηγήσει νομοτελειακά σε υποχωρήσεις σε μία σειρά ζητημάτων, τα οποία κατά τις προηγούμενές δεκαετίες τιτλοφορούταν ως αδιαπραγμάτευτα! Ως είθισται, η χώρα μας ενεργοποιείται όταν ένα ζήτημα φτάσει στο μη παρέκει Η άγαρμπη τουρκική ενέργεια σύλληψης των Ελλήνων στρατιωτικών στον Έβρο είθε να κινητοποιήσει την κοινωνία και την πολιτική ηγεσία.