Η σύγχρονη μελέτη της Γεωγραφίας επιτάσσει μία διττή μεθοδολογική προσέγγιση, βασιζόμενη τόσο στις φυσικές, όσο και τις κοινωνικές επιστήμες. Στην περιγραφή του γνωστικού αντικειμένου το τμήμα Γεωγραφίας του Πανεπιστήμιου Αιγαίου αναφέρει ότι: η Γεωγραφία συνθέτει θεωρίες από ένα πλατύ φάσμα επιστημονικών περιοχών όπως η ιστορία, η κοινωνιολογία, η ανθρωπολογία, τα οικονομικά, η δημογραφία, οι διεθνείς σχέσεις, τα μαθηματικά, η ψυχολογία, οι πολιτικές επιστήμες, οι επιστήμες του περιβάλλοντος, ο σχεδιασμός.
Στα καθ’ ημάς, εσχάτως επιχειρείται η επίλυση του ζητήματος της ονομασίας των Σκοπίων στη βάση ενός γεωγραφικού προσδιορισμού. Αρκεί όμως μία αναφορά, «Άνω» ή «Βόρεια» ώστε να διευθετηθεί το πρόβλημα; Πολλοί, εντός κι εκτός Ελλάδας, διατείνονται ότι ο γεωγραφικός προσδιορισμός δύναται να αποτελέσει την φόρμα επίλυσής του, ωσάν το «Άνω» ή «Βόρεια» δεν θα ετεροπροσδιορίζεται από ένα ιστορικό υποκείμενο – την αρχαία Μακεδονία- και αρκεί για να διαχωρίσει δύο σύγχρονα πολιτικά υποκείμενα – το κράτος των Σκοπίων και την διοικητική περιφέρεια της χώρας μας-. Ο χωρικός ή χρονικός προσδιορισμός, αν προταθεί το «Νέα», δεν θα πραγματοποιείται εν πολιτικό και ιστορικό κενό, και σίγουρα δεν αφορά περίπτωση ανάλογη με την Βόρεια και Νότια Καρολίνα ή την Νέα Ορλεάνη. Η βιώσιμη επίλυση του προβλήματος προϋποθέτει και συμφωνία για τα ζητήματα της ταυτότητας και της γλώσσας. Στο βαθμό που ο γεωγραφικός προσδιορισμός θα αφορά πολιτικά υποκείμενα, κι όχι την ονομασία μίας λίμνης, βουνού ή πεδιάδας η γεωγραφία δεν δύναται να επιλύσει μία πολιτική διαφορά. Ο πυρήνας του προβλήματος δεν είναι γεωγραφικός αλλά πολιτικός με σημαντική ιστορική διάσταση.
Συνεπώς, μην αναμένουμε η γεωγραφία να επιλύσει ένα αμιγώς πολιτικό πρόβλημα. Οι συμμετέχοντες στα συλλαλητήρια καταμαρτύρησαν την αντίθεσή τους για την υποβάθμιση των ζητημάτων ταυτότητας και γλώσσας, που διαφαίνεται να υιοθετούν κυβερνητικοί και όχι μόνο παράγοντες. Η αρχαία Μακεδονία προσέδωσε οικουμενική διάσταση στον αρχαιοελληνικό πολιτισμό, κομίζοντας στην ανθρωπότητα την ελληνιστική περίοδο. Για να υπάρξει πραγματική διευθέτηση του ζητήματος οφείλει η ελληνική πλευρά να συνυπολογίσει τις ευαισθησίες της πλειοψηφίας της ελληνικής κοινωνίας, όχι κατακρίνοντάς τες αλλά προσμετρώντας τες και χρησιμοποιώντας τες κατά την διαπραγμάτευση.
Το γειτονικό κράτος προσπαθώντας να οικοδομήσει μία νέα ταυτότητα, διακριτή από τις κυρίαρχες στην επικράτειά του και σε όμορα κράτη σλαυική και αλβανική, στράφηκε στην ιστορία της Μακεδονίας, διατεινόμενο ότι συνιστά ένα διακρίσιμο του ελληνισμού ιστορικό υποκείμενο. Οφείλουμε να ενημερώσουμε τους καλούς μας γείτονες ότι εφ΄όσον επιθυμούν να οικειοποιηθούν ένα μέρος της κληρονομίας της Μακεδονίας δεν μπορούν αυθαίρετα να την αποκόψουν από τις αρχαιοελληνικές της καταβολές και να παρακάμψουν την ιστορική της πορεία και παρακαταθήκη, δηλαδή την ελληνιστική περίοδο˙ τουλάχιστον όχι με δική μας συναίνεση. Βέβαια, η εν λόγω παραδοχή εκ μέρους των γειτόνων θα είναι δύσκολη και συνεπώς και η επίλυση του ζητήματος.