1
Τρίτη γεννήθ’ ο Διγενής
Και Τρίτη κατεβαίνει,
Γαλήνιος ταξιδευτής
Τα σύνορα διαβαίνει

2
Έβαλ’  ο θεός σημάδι
Του σπιτιού μας τη φωλιά
Και του Αη Γιαννιού το βράδι
Έπεσε η τουφεκιά
3
Γλυκύ μας Έαρ, σταυραετέ
-Του είναι μας καμάρι-
Δεν το πιστεύαμε ποτέ
Πως ‘άλλος’ θα σε πάρει.
4
Ήσουν η ζήση κι η πνοή
-Στήριγμα και ελπίδα-
Το φώς μας, η απαντοχή,
Φάρος στην καταιγίδα.
5
Πήρες τα νιάτα, τη δροσιά
-την άνοιξη μαζί σου-
Να μη γνωρίσεις, γηρατειά
Κι αλλάξει η μορφή σου.
6
Λένε πως είναι τυχεροί,
Όσοι πεθαίνουν νέοι’
και παραμένουν θαλεροί,
Αμάραντοι, ωραίοι.
7
Ποτέ τους δεν γεράζουνε
-δεν τους νικά ο χρόνος-
Τη νιότη τους γιορτάζουνε,
Δεν τους αγγίζει πόνος.
8
Σαν αγγελούδια φτερουγάν
-ανάλαφρα πετάνε-
τη θλίψη αποχαιρετάν
τα βάσανα ξεχνάνε.
9
Με άνθη τους στολίζουνε
να τους καλοτυχίσουν
και τους ξεπροβαδίζουνε,
αιώνια να ζήσουν.
10
Νέκταρ και θεϊκή τροφή
Τους δίνουν οι αγγέλοι,
Το στόμα τους μην πικραθεί
μα να γεμίζει μέλι.
11
Βαριά η θλίψη κι ο καημός
-η πίκρα μας μεγάλη-
και της καρδιάς ο σπαραγμός
Ζαλίζει το κεφάλι.
12
Ας είχα πέτρινη καρδιά
πόνο να μη γνωρίζει,
να άντεχα τη μαχαιριά
κρατώντας  μετερίζι.
13
Ο άνθρωπος που νίκησε
τέρατα και σημεία,
σαν το κλαράκι λύγισε
μπροστά στη δυστυχία.
14
‘Άφησες’  γειά στο σπίτι μας
-στη σύζυγο, στους φίλους-
και στη μανούλα άφησες
τρία …γυαλιά φαρμάκι…
15
Τόνα να πίνει το πρωί,
τ’ άλλο  το μεσημέρι
το τρίτο, το φαρμακερό
αργά, το βράδυ ---βράδυ.
16
Όλοι μας αδυνατούμε
μπρός στης Μοίρας το γραφτό
και τον δρόμο μας τραβούμε
στον δικό της το ρυθμό.
17
Είναι προκαθορισμένο
τι θα πάθεις στη ζωή,
εκ των άνω ορισμένο
Να συμβεί κάποια στιγμή.
18
Δίκαιη κατανομή
Στη χαρά και στον καημό
και απ’ όλους απαιτεί
αντοχή στο σεβασμό.
19
Και εξαίρεση καμιά
δε χωρά στη μοιρασιά,
για να ‘ρθει ισορροπία
σε φτωχό και βασιλιά.
20
Αντιρρήσεις δε σηκώνει
-να διαμαρτυρηθείς-
γαληνεύει ή θυμώνει
και εσύ ακολουθείς …
21
Ό,τι έγραψε σου δίνει,
μα δε φέρνει την ευθύνη,
αν θα πάνε όλα πρίμα
ή αν βυθιστείς στο κύμα.
22
Κι οι πιστοί ακολουθούν
-τα τερτίπια της μετρούν-
κι αναλύονται στο κλάμα
προσδοκώντας ένα θάμα.
23
Την Ανάσταση νεκρών
-προσφιλών τους, συγγενών-
για ν’ ανταμωθούμε όλοι
Στης Εδέμ το περιβόλι.
24
Μα τα χείλη τα βουβά
δυσκολεύονται να πούνε
λόγια να’ ναι ικανά
μια παρηγοριά να βρούνε
25
Δεν βρίσκεται στην καταχνιά
κατάλληλο βοτάνι,
να απαλύνει την καρδιά,
τον πόνο της να γιάνει.
26
Ένα ατέλειωτο κενό
φώλιασε στην ψυχή μας
κι είναι το σπίτι ορφανό,
άχαρη είναι η ζωή μας.
27
Λυγίζουνε σαν το κλαρί
στο φύσημα τα’ αγέρα,
που προσπαθεί να κρατηθεί
στην άπονη τη σφαίρα.
28
Κα σκοτεινιάζ’ ο ουρανός
καθώς σε συλλογιέμαι
βαρύς ο πόνος και βουβός,
από κλωστή κρατιέμαι …
29
Ας ήταν όνειρο κακό
ή ψέμα η φυγή σου
και σαν ξυπνήσω να χαρώ
την ποθητή μορφή σου.
30
Έλα, για λίγο, βιαστικά
-σαν χάρη στο ζητάω-
να ξαναφέρεις, τη χαρά,
να πάψω να πονάω.
31
Έλα γοργά σαν αετός
-σαν άσπρο περιστέρι-
κι ύστερα πέτα βιαστικός
για τα’ ουρανού τα μέρη.
32
Λάμψε ξανά σαν αστραπή
-γλυκό μας παλικάρι-
να ξαναδούμε την αυγή,
τον ήλιο, το φεγγάρι.
33
Σαν φως μέσα στη σκοτεινιά
τη λάμψη να σκορπίσεις,
βάλσαμο και παρηγοριά
στο διάβα σου ν’ αφήσεις.
34
Και άλλο πια δεν σου ζητώ
-δεν σπάω τα φτερά σου-
κι ας θλίβομαι κι ας λαχταρώ
τόσο στη αγκαλιά σου.
35
Ένα σου βλέμμα, μια ματιά
ανάσα μας χαρίζει
και με του κόσμου τα καλά
το σπίτι μας γεμίζει.
36
Σημάδια βάλε, μη χαθείς
και ξαναρθείς κοντά μας
και μια στιγμούλα να βρεθείς
ξανά στην αγκαλιά μας.
37
Τα ρόδια και τα γιασεμιά
μαράθηκαν στον κήπο,
θαρρείς και νιώσανε κι αυτά
του χωρισμού τον χτύπο.
38
Πήρες ατσάλινα φτερά
τ’ αψήλου να πετάξεις
κι άνοιξες άνεμου πανιά
στην κορυφή να φτάσεις.
39
Πάλευα με τα κύματα
μήπως και σε γλιτώσω,
του ελαφιού τα βήματα
έκανα να σε σώσω.
40
Ανέβαινα τον Γολγοθά
με τον σταυρό στον ώμο,
τον φόβο είχα συντροφιά
και τον βαρύ τον πόνο.
41
Και μια έλπίδα, λίγο φως
δεν βρίσκονταν, μπροστά μου
και έτρεχα ολοταχώς
με σένα στην καρδιά μου.
42
Είναι ο πόνος μου βαρύς
-σφάζει και μαχαιρώνει-
και σαν αδίσταχτος ληστής
το στήθος μου ματώνει.
43
Το δάκρυ στέρεψε θαρρείς
Πνίγηκε στο ναυάγιο
Και αρμενίζ’ ολονύχτια
Ψάχνοντας για κουράγιο.
44
Βαθιά στα στήθη η πληγή
ποτέ της δεν θα κλείσει.
κι αν ίσως –λίγο!- γιατρευτεί,
σημάδια θα αφήσει …
45
Έφυγες τόσο βιαστικά
χωρίς καλά ν’ ανθίσεις,
ν’ απλώσεις φύλλα και κλωνιά
και να καρποφορήσεις!