«Διακόπτουμε το πρόγραμμά μας για ν’ ακούσουμε το διάγγελμα του πρωθυπουργού». Ετσι απροετοίμαστο με βρήκε, καθ’ οδόν προς μια εκδήλωση, η ανακοίνωση της «συμφωνίας». Κι όσο προχωρούσαμε σε αναγνώριση γλώσσας με αστερίσκους και σε αναγνώριση ιθαγένειας με υποσημειώσεις, το αίσθημα του εμπαιγμού και το σφίξιμο στο στομάχι όλο και δυνάμωνε. Απώλεια οριστική και αμετάκλητη. Ετσι άραγε να ένιωθαν οι δύο παππούδες, ο Περικλής κι ο Αριστείδης, όταν, εικοσάχρονοι στο Μοναστήρι, άκουγαν τον τότε Ελληνα πρωθυπουργό να τους ανακοινώνει από το μπαλκόνι του ελληνικού προξενείου ότι το αποτέλεσμα των εθνικών αγώνων του 1904-12 τους έβρισκε υπηκόους του Βασιλείου της Σερβίας;
Διακόπτουμε λοιπόν την πολύχρονη εθνική προσπάθεια να πείσουμε τη διεθνή κοινότητα ότι η γλώσσα και η ιθαγένεια των βορείων γειτόνων μας δεν είναι μακεδονική. Ανεξάρτητα από την τελική έκβαση του όλου εγχειρήματος, το γράψαμε και το συμφωνήσαμε erga omnes για να μας στοιχειώνει στο διηνεκές. Τόσα χρόνια ποιος έλεγε αλήθεια και ποιος έκανε προπαγάνδα;
Διακόπτουμε και τις όποιες ατομικές προσπάθειες να πείσουμε καλόπιστους και κακόπιστους συνομιλητές για τη διαφορά μεταξύ Ελλήνων Μακεδόνων και Σλαβομακεδόνων. Υποστέλλουμε τις σημαίες και υποχωρούμε.
Οι παππούδες στο Μοναστήρι είχαν να κάνουν με Βούλγαρους, Σέρβους, Αρβανίτες και Τούρκους. Μερικές δεκαετίες αργότερα, οι Βούλγαροι έγιναν Σλαβομακεδόνες και από σήμερα, με τη δική μας βούλα, Μακεδόνες. Εκπληκτική πορεία σε έναν μόνο αιώνα.
Τόσο η καταγωγή μου όσο και το γεγονός ότι σήμερα υπηρετώ το μεγαλύτερο πανεπιστήμιο της χώρας, που φέρει τον εμβληματικό τίτλο του ιδρυτή τής σύγχρονης επιστήμης, του μεγαλύτερου Μακεδόνα φιλοσόφου Αριστοτέλη, με έδρα την πρωτεύουσα της Μακεδονίας, αποτελούν προσωπικό φορτίο που γεννά αισθήματα τεράστιας περηφάνιας αλλά και συνακόλουθου καθήκοντος. Αντιλαμβάνομαι το επιχείρημα όσων αξιώνουν ρεαλιστική προσέγγιση των πραγμάτων, αλλά σπανίως πρόκειται για αυτούς που φέρουν ανάλογα φορτία. Η εμπειρία δείχνει ότι για να λειτουργήσεις έτσι, πρέπει ή να μη διαθέτεις ή να έχεις για κάποιον ακαθόριστο λόγο απολέσει αυτά τα «πατριωτικά βαρίδια», που ομολογώ εμένα ακόμη με παρασέρνουν.
Γι’ αυτό δεν μπορώ να πανηγυρίσω για «τη νίκη του πραγματισμού έναντι της ακρότητας». Επιχειρώ νηφάλια να προβλέψω εάν σε δέκα ας πούμε χρόνια από σήμερα θα μπορώ να ισχυρίζομαι ότι η Θεσσαλονίκη είναι η πρωτεύουσα της Μακεδονίας, δίχως να αισθάνομαι ότι προκαλώ σύγχυση σε κάθε έστω καλοπροαίρετο συνάδελφό μου, όπου γης, που δεν είναι υποχρεωμένος ούτε τα νομικά κείμενα και τις συμφωνίες να διαβάσει ούτε να γνωρίζει παρά ελάχιστα για την ελληνική Ιστορία και τίποτε για το «Μακεδονικό».
Ούτε η αισιόδοξη ανάγνωση που αναφέρεται στα κείμενα και τις επιφυλάξεις που «κατορθώσαμε» να επιβάλουμε με αναπαύει ούτε οι ακραίες και φανατικές αντιρρήσεις με βρίσκουν σύμφωνο.
Πρέπει όμως να κάνουμε μια αναγκαία παραδοχή: Δεν αναγιγνώσκουμε με τον ίδιο τρόπο όλοι οι Ελληνες τα πράγματα, αφού δεν μας αγγίζουν το ίδιο. Με άλλη μεζούρα μετράμε τους φόβους, τις ελπίδες και τις προσδοκίες μας αναφορικά με το Μακεδονικό όσοι είμαστε Μακεδόνες, έτσι όπως οι Κύπριοι ή οι Μικρασιάτες είναι πολύ πιο ευαίσθητοι με ό,τι συμβαίνει στους δικούς τους τόπους καταγωγής. Και φυσικά αλλιώς γευόμαστε και τις ήττες μας. Πιο έντονα, πιο επώδυνα, πιο βαθιά.
Σαν να θάμπωσε η λάμψη, το κλέος, η περηφάνια, σαν να στέρεψε μια παλιά πηγή, σαν να πνίγεται η φωνή της ράτσας που πρέπει να αντηχεί μέσα μας. Δεν είμαι ο μόνος που το νιώθει, και η αίσθηση αυτής της κάθε άλλο παρά αναπόφευκτης απώλειας είναι αβάσταχτη.
Η ιστορική αποτίμηση αυτών των στιγμών θα κρίνει, όπως συνήθως, τις πράξεις των πολιτικών προσώπων. Αν όμως τεθεί το ερώτημα, τι έπραξε η πνευματική ηγεσία αυτού του τόπου, δηλώνω πως, σε ό,τι με αφορά, έδωσα τον αγώνα με συνέπεια και μετριοπάθεια, ακολουθώντας την εθνική γραμμή. Και τώρα νιώθω προδομένος και βαθιά απογοητευμένος από την πολιτική ηγεσία.
* Ο κ. Περικλής Α. Μήτκας είναι πρύτανης του ΑΠΘ.