Οι περισσότεροι άνθρωποι αισθάνονται νεότεροι ή μεγαλύτεροι από ό,τι πραγματικά είναι και αυτή η «υποκειμενική ηλικία» έχει μεγάλη επίδραση στη σωματική και την ψυχική τους υγεία, λένε τώρα οι μελέτες

Φανταστείτε, για μια στιγμή, ότι δεν ξέρετε πότε γεννηθήκατε και ότι η ηλικία σας βασίζεται απλά στο πώς νιώθετε. Πόσων χρόνων, λοιπόν, θα λέγατε ότι είστε;

Η αλήθεια είναι ότι ο αριθμός των ετών που πέρασαν από τη γέννησή μας είναι συγκεκριμένος και αμετάβλητος. Αλλά η καθημερινή εμπειρία δείχνει ότι δεν βιώνουμε όλοι τη γήρανση με τον ίδιο τρόπο, αφού πολλοί άνθρωποι αισθάνονται μεγαλύτεροι ή νεότεροι από όσο πραγματικά είναι, πράγμα για το οποίο οι επιστήμονες ενδιαφέρονται όλο και περισσότερο.

Και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η «υποκειμενική ηλικία» είναι απαραίτητη για την κατανόηση των λόγων οι οποίοι κάνουν κάποιους να ανθίζουν καθώς μεγαλώνουν ενώ άλλοι «ξεθωριάζουν». «Ο βαθμός στον οποίο μεγαλύτερης ηλικίας άνθρωποι αισθάνονται πολύ νεότεροι από ό,τι είναι μπορεί να καθορίσει σημαντικές αποφάσεις που έχουν σχέση με την καθημερινότητά τους αλλά και με το τι θα κάνουν στη ζωή τους στη συνέχεια», λέει ο Μπράιαν Νόσεκ, από το Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια.

Η σημασία της «υποκειμενικής ηλικίας», όμως, δεν τελειώνει εκεί. Διάφορες μελέτες έχουν δείξει ακόμη ότι σύμφωνα με την «υποκειμενική ηλικία» μπορούν να προβλεφθούν σημαντικές επιπτώσεις στην υγεία, ακόμη και ο κίνδυνος θανάτου. Οπότε υπάρχουν πραγματικοί λόγοι που αξίζει να πει κανείς ότι είναι «τόσο όσο νιώθει».

Με αυτά τα δεδομένα, λοιπόν, πολλοί ερευνητές προσπαθούν τώρα να αλλάξουν βιολογικούς, ψυχολογικούς και κοινωνικούς παράγοντες που διαμορφώνουν την ατομική εμπειρία της γήρανσης και να βρουν πώς αυτή η γνώση θα μπορούσε να μας βοηθήσει να ζήσουμε περισσότερα χρόνια και πιο υγιείς, γράφει το BBC-Future.

Αυτή η αντίληψη της διαδικασίας γήρανσης δεν είναι τόσο νέα. Οι πρώτες μελέτες που καταγράφουν το χάσμα ανάμεσα στην αντικειμενική και την υποκειμενική ηλικία εμφανίστηκαν τις δεκαετίες του 1970 και του 1980. Αλλά πλέον το ενδιαφέρον γι’ αυτές είναι τεράστιο. Τα τελευταία 10 χρόνια υπάρχει ένας χείμαρρος νέων μελετών που διερευνούν τις πιθανές ψυχολογικές και φυσιολογικές συνέπειες αυτής της απόκλισης.

Από τις πιο ενδιαφέρουσες μελέτες είναι αυτές που διερευνούν τον τρόπο με τον οποίο η «υποκειμενική ηλικία» αλληλεπιδρά με την προσωπικότητά μας. Είναι πλέον ευρέως αποδεκτό ότι οι άνθρωποι τείνουν να γίνονται πιο μαλακοί καθώς μεγαλώνουν, λιγότερο εξωστρεφείς και λιγότερο ανοιχτοί σε νέες εμπειρίες. Αυτές οι αλλαγές προσωπικότητας, όμως, έχει παρατηρηθεί ότι είναι λιγότερο έντονες σε ανθρώπους νεότερους στην καρδιά και πιο έντονες σε όσους νιώθουν πιο μεγάλοι σε σχέση με την πραγματική τους ηλικία.

Ωστόσο είναι επίσης ενδιαφέρον το γεγονός ότι άνθρωποι που ένιωθαν νεότεροι έγιναν επίσης πιο ευσυνείδητοι και λιγότερο νευρωτικοί, αλλαγές θετικές που έρχονται με τη φυσιολογική γήρανση. Φαίνεται λοιπόν ότι κερδίζουν σε σοφία που έρχεται με τη μεγαλύτερη εμπειρία ζωής, χωρίς να χάνουν την ενέργεια και την ευφορία των νέων, πράγμα που σημαίνει ότι η μικρότερη «υποκειμενική ηλικία» δεν μας κάνει να παγώνουμε σε μια κατάσταση μόνιμης ανωριμότητας.

Επιπλέον, το να αισθάνεται κανείς νεότερος καθώς μεγαλώνει φαίνεται ότι συνδέεται με χαμηλότερο κίνδυνο κατάθλιψης και μεγαλύτερη ψυχική ευεξία. Σημαίνει επίσης καλύτερη σωματική υγεία (συμπεριλαμβανομένου του κινδύνου άνοιας) και λιγότερες πιθανότητες νοσηλείας για ασθένεια.

Ο Γιανίκ Στεφάν στο Πανεπιστήμιο του Μονπελιέ εξέτασε τα δεδομένα από τρεις μακροχρόνιες έρευνες, στις οποίες συμμετείχαν συνολικά περισσότεροι από 17.000 μεσήλικες και ηλικιωμένοι.

Οι περισσότεροι άνθρωποι αισθανόντουσαν περίπου οκτώ χρόνια νεότεροι από την πραγματική ηλικία τους. Αλλά κάποιοι αισθανόντουσαν μεγαλύτεροι και στην περίπτωσή τους οι συνέπειες ήταν σοβαρές. Το να αισθάνεται κανείς 8 – 13 χρόνια μεγαλύτερος από την πραγματική του ηλικία, είχε ως αποτέλεσμα 18-25% μεγαλύτερο κίνδυνο θανάτου κατά τη διάρκεια των ερευνών και μεγαλύτερα βάρη από ασθένειες.

Υπάρχουν διάφοροι λόγοι για τους οποίους η υποκειμενική ηλικία αποκαλύπτει τόσα πολλά για την υγεία μας. Για παράδειγμα, μια μικρότερη «υποκειμενική ηλικία» σημαίνει ότι κάποιος απολαμβάνει ένα ευρύτερο φάσμα σωματικών δραστηριοτήτων (όπως ταξίδια ή ένα νέο χόμπι) καθώς μεγαλώνει.

Αλλά ο μηχανισμός που συνδέει τη σωματική και πνευματική ευεξία με την «υποκειμενική ηλικία» είναι σχεδόν σίγουρο ότι ενεργεί και προς τις δύο κατευθύνσεις. Κάποιος που αισθάνεται κατάθλιψη, ξεχασμένος και σωματικά ευάλωτος, είναι πιθανό να νιώθει μεγαλύτερος. Το αποτέλεσμα θα μπορούσε να είναι ένας φαύλος κύκλος, με ψυχολογικούς και φυσιολογικούς παράγοντες που οδηγούν τόσο σε μεγαλύτερη «υποκειμενική ηλικία» όσο και σε χειρότερη υγεία, πράγμα που μας κάνει να νιώθουμε ακόμα πιο μεγάλοι και πιο ευάλωτα.

Η ανάλυση του Γιανίκ Στεφάν, η οποία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Psychosomatic Medicine, είναι επίσης η μεγαλύτερη μελέτη για την επίδραση της «υποκειμενικής ηλικίας» στη θνησιμότητα μέχρι σήμερα. Και η μεγάλη σχέση τους απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή. «Αυτή η σχέση είναι πολύ πιο ισχυρή από την επίδραση της πραγματικής ηλικίας», λέει ο Στεφάν.

Με άλλα λόγια, με την «υποκειμενική ηλικία» του μπορεί κανείς να προβλέψει πολύ καλύτερα την υγεία του από ότι με την ημερομηνία γέννησης.

Ετσι, πολλοί επιστήμονες προσπαθούν τώρα να εντοπίσουν τους κοινωνικούς και ψυχολογικούς παράγοντες που μπορούν να διαμορφώσουν αυτή τη σύνθετη διαδικασία. Πότε αρχίζουμε να αισθανόμαστε ότι το μυαλό μας και το σώμα μας έχουν διαφορετικό χρονοδιάγραμμα; Και γιατί συμβαίνει αυτό;

Σε συνεργασία με τη Νικόλ Λίντνερ, ο Νόσεκ διερεύνησε πώς εξελίσσεται η διαφορά μεταξύ της υποκειμενικής και της αντικειμενικής ηλικίας κατά τη διάρκεια της ζωής. Όπως θα περίμενε κανείς, τα περισσότερα παιδιά και οι έφηβοι νιώθουν μεγαλύτεροι από ό, τι είναι πραγματικά. Αλλά αυτό αλλάζει περίπου στα 25. Στην ηλικία των 30 ετών, περίπου το 70% των ανθρώπων αισθάνονται νεότεροι από την πραγματική τους ηλικία. Και αυτή η διαφορά αυξάνεται με την πάροδο του χρόνου.

Οι δύο ερευνητές μέτρησαν επίσης την «επιθυμητή ηλικία» των συμμετεχόντων -η οποία, «συνεχίζει να μεγαλώνει μαζί με εμάς και με λίγο πιο αργό ρυθμό από το πώς νιώθουμε τώρα», είπε ο Νόσεκ. Οι εικοσάχρονοι σε ποσοστό 60% θέλουν να είναι μεγαλύτεροι. Από την ηλικία των 26 και πάνω, σε ποσοστό 70% θα προτιμούσαν να είναι νεότεροι και από τότε και μετά οι περισσότεροι βλέπουν το πρόσφατο παρελθόν τους με πιο «ροζ γυαλιά».

Μερικοί ψυχολόγοι έχουν κάνει την υπόθεση ότι η μικρότερη «υποκειμενική ηλικία» είναι μια μορφή αυτοάμυνας, που μας προστατεύει από τα αρνητικά στερεότυπα της ηλικίας όπως φαίνεται σε μια μελέτη της Άννα Κόρναντ στο Πανεπιστήμιο του Μπίλεφελντ της Γερμανίας.

Η Κόρναντ βασίστηκε στην ιδέα ότι η «υποκειμενική ηλικία» των ανθρώπων μπορεί να ποικίλλει σε διαφορετικούς τομείς. Για παράδειγμα κάποιος μπορεί να αισθάνεται διαφορετικά όταν σκέφτεται τον εαυτό του στη δουλειά του σε σύγκριση με τις κοινωνικές του σχέσεις. Και διαπίστωσε ότι οι «υποκειμενικές ηλικίες» των ανθρώπων ήταν μικρότερες σε τομείς που επικρατούσαν αρνητικά ηλικιακά στερεότυπα όπως η εργασία, η υγεία και τα οικονομικά.

Οπότε συμπεραίνει κανείς ότι αυτή η σκέψη βοηθά τους ανθρώπους να αποστασιοποιούνται από τις αρνητικούς συνειρμούς της ηλικιακής τους ομάδας. Πιστεύοντας ότι «μπορεί να είμαι 65 αλλά αισθάνομαι μόνο 50» θα σήμαινε ότι ανησυχώ λιγότερο για τις επιδόσεις μου στην εργασία, για παράδειγμα. Η Κόρναντ διαπίστωσε ακόμη ότι οι άνθρωποι με χαμηλότερη «υποκειμενική ηλικία» τείνουν να φαντάζονται τον εαυτό τους στο μέλλον πιο θετικά.

Αυτή η αυτοάμυνα, λοιπόν, που μας προστατεύει από τη θλιβερή άποψη της κοινωνίας μας για τα γεράματα και μας εξοπλίζει με μια πιο αισιόδοξη άποψη για το μέλλον, θα μπορούσε με τη σειρά της να εξηγήσει μερικά από τα οφέλη για την υγεία όσων νιώθουν νεότεροι από ό,τι πραγματικά είναι.

Σύμφωνα με τον Γιανίκ Στεφάν, τέλος, οι γιατροί θα πρέπει να γνωρίζουν την υποκειμενική ηλικία των ασθενών τους ώστε να εντοπίζουν τους ανθρώπους που κινδυνεύουν περισσότερο από μελλοντικά προβλήματα υγείας και να σχεδιάσουν πιο αποτελεσματικά την υγειονομική τους περίθαλψη.

Εν κατακλείδι, με αυτά τα ευρήματα κατά νου και ανεξάρτητα από την ηλικία μας, θα μπορούσαμε ίσως να αμφισβητήσουμε κάποιους περιορισμούς του σώματος και του πνεύματός μας. Γιατί όχι;