114 Πτέρυγα Μάχης, Τανάγρα. Τετάρτη 13 Δεκεμβρίου του 1967. Οπως σας είχα αφηγηθεί στο κείμενο της 14/12/2017 (ΕΔΩ!) με εντολή του Δκτή μου Σμηνάρχου Γ. Βαγιακάκου είχα επανδρώσει μόνος μου το Τ/Φ Κέντρο της 116ΣΜ και έλεγχα κάθε επικοινωνία από/προς τη Μονάδα. Για επικοινωνία προς τα έξω ζητούσα την άδεια από τον Δκτή και τα τηλέφωνα προς τη Μονάδα τα περνούσα στον Δκτή’ .

Ετσι, λοιπόν, άκουσα τον Δκτή της 114 ΠΜ, αδελφής Μονάδας γιατί είχαν τον ίδιο τύπο Α/Φ, Σμήναρχο Πρωτόπαπα να λέει στο τηλέφωνο στο Διοικητή μου, ότι έστειλε τον Επισμηναγό Ευστράτιο Καμπιώτη, τον Διευθυντή Επιχειρήσεων της Μονάδας να αντιμετωπίσει ένα λοχαγό του Στρατού με 10 Άρματα που είχαν προσεγγίσει την Μονάδα από τον νότιο τομέα και είχαν διασκορπιστεί σε έναν ελαιώνα έξω από την Νότια πύλη του αεροδρομίου, τη γνωστή ως πύλη Τανάγρας.

Σήμερα είναι η μέρα να αφηγηθούμε τη 'μάχη των F104 και των Τανκς στην πύλη της Τανάγρας - Μιά Άγνωστη Εμφύλια συμπλοκή στην Τανάγρα' όπως, την κληρονόμησε, από τον πατέρα του, (Επισμηναγό Δντή Επιχειρήσεων τότε, και πτέραρχο ε.α. σήμερα), ο ταξίαρχος (Μ) ε.α. και φίλος Φώτης Καμπιώτης.

Είναι άγνωστα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην 114 ΠΜ, την Τεταρτη 13 Δεκεμβρου του 1967, τις μεταμεσημβρινές ώρες, κατά την διάρκεια του κινηματος του Βασιλέα Κωνστατίνου. Ειδικότερα αφορούν την προσπάθεια μιας ομάδας 10 αρμάτων υπό την ηγεσία ενός Λοχαγού ονόματι Αντωνίου (Λοχαγός Τεθωρακισμένων Αντωνίου Λάμπρος, Τάξεως 1957 της ΣΣΕ) να καταλάβουν την συγκεκριμένη μονάδα και να καταστείλουν την κίνηση που πραγματοποιούσε η ηγεσία της Μονάδας στο πλευρό του Βασιλέα.
 
Διοικητής της μονάδας τότε ήταν ο Σμήναρχος Πρωτόπαπας και το προσωπικό της Μονάδας μετά από σχετική ενημέρωση του Δκτη είχε αποφασίσει να συνταχθεί στην προσπάθεια του Βασιλέα να ανατρέψει την Χούντα. Ο Επισμηναγός Ευστράτιος Καμπιώτης ήταν τότε Διευθυντής Επιχειρήσεων στη μονάδα και υπήρξε πρωταγωνιστής των γεγονότων που θα εξιστορηθούν στην συνέχεια.
Τα 10 Άρματα υπό τον Λοχαγό Αντωνίου είχαν προσεγγίσει την Μονάδα από τον νότιο τομέα και είχαν διασκορπιστεί σε έναν ελαιώνα έξω από την Νότια πύλη του αεροδρομίου που ονομαζόταν και πύλη Τανάγρας, αφού ήταν προς την πλευρά του ομώνυμου χωριού. Σήμερα αυτή η Πύλη δεν χρησιμοποιείται και βρίσκεται πλησίον της Μοίρας εφοδιασμού της Μονάδας.
Η πύλη αυτή συνδεόταν με ένα ελικοειδή χωματόδρομο με τον επαρχιακό δρόμο που οδηγούσε στο χωριό. Κατά μήκος αυτού του χωματόδρομου ήταν ακροβολισμένα τα 10 άρματα προσπαθώντας κατά το δυνατόν να καλύπτονται από αέρος από τα ελαιόδεντρα.
Ο Λοχαγός είχε στείλει τελεσίγραφο στην Μονάδα να παραδοθεί στην ομάδα του ΕΣ που κινούταν κατόπιν των εντολών της κυβέρνησης, και ο Δκτης της Μονάδας Πρωτόπαπας είχε κατηγορηματικά αρνηθεί.
Τα άρματα είχαν αρχίσει να ρίχνουν Βολές εκφοβισμού προς την Μονάδα η οποία είχε παρατάξει κάποια αντιαεροπορικά πυροβόλα όπλα τύπου bofort που απαντούσαν στις βολές των Αρμάτων.

Η Διοίκηση είχε ξεκάθαρα δηλώσει ότι οποιαδήποτε κίνηση των αρμάτων προς την μονάδα θα οδηγούσε σε πλήξη αυτών από αεροσκάφη τα οποία είχαν συνεχή παρουσία στον αέρα και έκαναν συνεχείς βυθίσεις εκφοβισμού προς τις θέσεις των αρμάτων.
Με δεδομένο το αδιέξοδο που είχε διαμορφωθεί και τον κίνδυνο να εξελιχθεί η κατάσταση σε εμφύλια αιματοχυσία, ο Δντης Επιχειρήσεων Καμπιώτης ζήτησε την άδεια από τον Διοικητή Πρωτόπαπα να βγει να συνομιλήσει με τον επικεφαλής των αρμάτων σε μια προσπάθεια εκτόνωσης της κατάστασης. Η άδεια εδόθη, βγήκε και συναντήθηκε με τον λοχαγό Αντωνίου τον οποιο προσπάθησε, με επιχειρήματα όπως «είμαστε αδέλφια, έχουμε δώσει τον ίδιο όρκο προς τον Βασιλέα, μάταια, να αποτρέψει από περαιτέρω αδελφοκτόνες εχθροπραξίες ...
Ο Αντωνίου αρνήθηκε σθεναρά και επέμενε ότι εκπροσωπεί την νόμιμη κυβέρνηση της χώρας οπότε η διοίκηση της μονάδας θα έπρεπε να αναστείλει τις δραστηριότητες της και να παραδοθεί. Στην φάση αυτή ο Καμπιώτης διαπίστωσε ότι υπήρχε ήδη ένας σοβαρός τραυματισμός ενός Λοχία από βολή αντιαεροπορικού όπλου.
Στην θέα του τραυματία ο Καμπιώτης ζήτησε επίμονα από τον Λοχαγό να του επιτρέψει να στείλει ιατρικό κλιμάκιο να παραλάβει άμεσα τον Λοχία για περίθαλψη στην Μονάδα. Ο Λοχαγός συνέχισε να αρνείται και ο Καμπιώτης του δήλωσε ότι σταματά κάθε δραστηριότητα και επιστέφει στην Μονάδα να φέρει ιατρική βοήθεια.
Ο Λοχαγός, όπως διαπιστώθηκε στην συνέχεια, απέστειλε τον τραυματισμένο Λοχία στην Αθήνα με ένα Ρεο (στρατιωτικό φορτηγό όχημα) με ατυχή κατάληξη αφού σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες ο Λοχίας κατέληξε από αιμορραγία.
Ο Καμπιώτης κατά την διάρκεια της παραμονής του στην περιοχή των αρμάτων εκτός από εποπτεία της κατάστασης και της περιοχής παρατήρησε ότι τα άρματα ήταν κατά μήκος του ελικοειδούς δρόμου και στην πορεία του προς τον χώρο καταυλισμού του άρματος του Λοχαγού περνούσε μπροστά από όλα τα άρματα. Επίσης, παρατήρησε ότι κάθε φορά που πλησίαζαν τα αεροσκάφη για προσβολές οι οποίες συνεχίζονταν. τα πληρώματα των αρμάτων έβγαιναν από τα άρματα και διασκορπίζονταν στον ελαιώνα από φόβο μην πληχθεί το άρμα τους.
Γυρίζοντας, λοιπόν, στην μονάδα επεξεργάστηκε ένα σχέδιο σύμφωνα με το οποίο θα έπαιρνε κάποιους εθελοντές στρατευσίμους και Υπαξιωματικούς Φρούρησης οπλισμένους μέσα σε ένα ασθενοφόρο. Κατά την διάρκεια της πορείας του ασθενοφόρου προς άρμα του Λοχαγού, θα έδινε, την κατάλληλη κάθε φορά στιγμή, σήμα χτυπώντας την καρότσα να αποβιβάζεται εν κινήσει ένας οπλισμένος άνδρας στην αντίθετη μεριά από κάθε άρμα και να κρύβεται απέναντι από αυτό εν αναμονή πυροβολισμού του που θα έριχνε κατά την διάρκεια προσβολής αεροσκάφους, που θα αποτελούσε και το σύνθημα να προχωρήσουν όλοι μαζί οι ένοπλοι σε ακινητοποίηση και σύλληψη των πληρωμάτων που θα είχαν βγει από τα άρματα λόγω της προσβολής του αεροσκάφους.
Όπως, κάθε τέτοιο πρόχειρο σχέδιο, έτσι και αυτό δεν υλοποιήθηκε κατά τα σχεδιασμένα, αν και τελικά με την βοήθεια του Θεού ήταν επιτυχές και απέτρεψε περαιτέρω αιματοχυσία.
 
Η εξέλιξη των γεγονότων ήταν η ακόλουθη:
Ο Δκτης ενημερώθηκε και ενέκρινε το παράτολμο σχέδιο. Οι εθελοντές περίσσεψαν και επελέγησαν τελικά 10 ένοπλοι που σύμφωνα με το σχέδιο ακροβολίστηκαν, επιτυχώς, απέναντι από κάθε άρμα σε θέση στην οποία αποβιβάστηκαν χωρίς να γίνουν αντιληπτοί, αφού έβγαιναν από την μεριά που τους έκρυβε το ασθενοφόρο. Ο Καμπιώτης με συνοδεία του ιατρικού κλιμακίου έφθασε στον καταυλισμό του άρματος του Λοχαγού, αφήνοντας κάποιους ενόπλους για τα άρματα που συνάντησαν μέχρι εκεί.
Μετά την αποβίβασή του, το ασθενοφόρο συνέχισε με τους υπολοίπους ενόπλους προς το τέλος του χωματόδρομου, προκειμένου να βρει χώρο να κάνει αναστροφή, και στην πορεία αυτή άφησε επιτυχώς και τους υπόλοιπους.
Ο Καμπιώτης αποβιβασθείς ενημερώθηκε ότι δεν απαιτείται η προσφερόμενη ιατρική συνδρομή, αφού ο Λοχίας είχε ήδη αποσταλεί με την γνωστή κατάληξη στην Αθήνα. Συγκεκριμένα ο Λοχαγός είπε ότι δεν θα έδινε ποτέ Άνδρα πιστό στην επανάσταση σε αυτούς που την προδίδουν.
Εν τω μεταξύ επέστρεψε το ασθενοφόρο, έχοντας κάνει αναστροφή και ο οδηγός ενημέρωσε με νεύμα τον Καμπιώτη για τον επιτυχή ακροβολισμό και των υπολοίπων. Στο σημείο αυτό ο Καμπιώτης ζήτησε με έμφαση από τον Λοχαγό να σταματήσει την προσπάθεια του και να αποχωρήσει. Ταυτόχρονα είχαν ξεκινήσει και οι προσυνεννοημένες προσβολές αεροσκαφών.
Ο Λοχαγός Αντωνίου αρνήθηκε και ζήτησε εκ νέου την άμεση παράδοση της Μονάδας. Ο Καμπιώτης αφού είδε ότι όσα από τα πληρώματα των αρμάτων φαινόντουσαν είχαν αποβιβασθεί κατά την πρακτική τους από τα άρματα, είπε στον Λοχαγό ότι με βάση την άρνηση του να αποχωρήσει είναι υποχρεωμένος να τον συλλάβει και προχώρησε να βγάλει το πιστόλι του που είχε στην τσέπη του Flight Jacket ώστε να δώσει και το συνεννοηθέν σύνθημα για την σύλληψη των πληρωμάτων από τους ακροβολισμένους ενόπλους.
Δυστυχώς, εκεί όμως υπήρξε η πρώτη αναποδιά αφού ο κόκορας του όπλου πιάστηκε στην τσέπη και απέτρεψε την άμεση κίνηση. Ο Λοχαγός βλέποντας την επικείμενη απειλή, πιο έμπειρος με τα όπλα έσυρε το όπλο του και το έστρεψε στον Καμπιώτη, ο οποίος είχε βγάλει τελικά το όπλο του και το είχε κρεμασμένο στο χέρι.

 
Από προσωπική ομολογία του Καμπιώτη αισθάνθηκε ντροπιασμένος μπροστά στο προσωπικό του για την αποτυχία του και  με βάση τα αισθήματα αυτά απάντησε στον Λοχαγό ότι παρόλα αυτά αυτός θα συνεχίσει στην σύλληψη και άρχισε να κάνει βήματα μπροστά που ακολουθούσαν βήματα υποχώρησης του Λοχαγού προς τα πίσω.  Σε κάποια στιγμή ο Λοχαγός ακούμπησε οπισθοχωρώντας   στο άρμα του και είπε στον Καμπιώτη να μην κάνει άλλο βήμα για το θα τον πυροβολήσει.
Ο Καμπιώτης μετά από μια σύντομη παύση προχώρησε και ο Λοχαγός τράβηξε την σκανδάλη σκοπεύοντας κατ’ ευθείαν επάνω του αλλά δεν υπήρξε εκπυρσοκρότηση φυσιγγίου. 
«Άδειο το είχες ,,,,,,,,,» τον ρώτησε έκπληκτος ο Καμπιώτης και σήκωσε το το δικό του όπλο και πυροβόλησε  στο έδαφος εκατέρωθεν των ποδιών του Λοχαγού. Αμέσως μετά εκμεταλλευόμενος την σύγχυση του Λοχαγού πέφτει επάνω του και αρχίζει συμπλοκή σώμα με σώμα που κατέληξε στην ακινητοποίηση του Λοχαγού.
Εν τω μεταξύ, όλα  τα πληρώματα αιφνιδιάστηκαν από τους ενόπλους της μονάδας και παρέδωσαν τα όπλα. Τελευταίο ήταν να παραδώσει τα όπλα το πλήρωμα του Αντωνίου που παρέμενε ακινητοποιημένο από ένα σμηνίτη με τα όπλα τους στα χέρια ακόμη  και όλοι παρακολουθούσαν αμήχανοι την συμπλοκή των δυο αξιωματικών.
Στην διαδικασία αυτή και σε κάποια φάση απροσεξίας του Καμπιώτη  ένας Υπαξιωματικός του Αντωνίου του πετά ένα αυτόματο  όπλο. Με το που αντιλήφθηκε  τον ήχο ο Καμπιώτης στέφει προς τον Αντωνίου και πέφτει επάνω του προσπαθώντας να τον αφοπλίσει. Εν τω μεταξύ ο Αντωνίου είχε γυρίσει το όπλο το οποίο βρήκε τον επιτιθέμενο  Καμπιώτη στην άνω γνάθο με την κάνη σπάζοντας του τα μπροστινά δόντια.
Ωστόσο, Η επίθεση με το σώμα ήταν επιτυχής και ο Αντωνίου αφοπλίστηκε εκ νέου.
Τα πληρώματα συνελήφθησαν όλα και οι οδηγοί των αρμάτων υπό την απειλή όπλου οδήγησαν τα άρματα στην μονάδα.
Ο Αντωνίου εν τω μεταξύ χτυπημένος αρκετά από την  συμπλοκή μονολογούσε συνέχεια ότι το πιστόλι του τον πρόδωσε. «Άτιμο πιστόλι με πρόδωσες».
Με βάση τις επικλήσεις αυτές ο Καμπιώτης που μέχρι εκείνη την στιγμή πίστευε ότι ο Αντωνίου είχε ξεχάσει άδειο το όπλο του, πήρε το όπλο αυτό το άνοιξε διαπιστώνοντας ότι ήταν κανονικά γεμάτο και η σφαίρα έφερε ξεκάθαρο χτύπημα από τον  επικρουστήρα , συνειδηιτοποιώντας πόσο κοντά έφθασε στο θάνατο από χέρι Έλληνα Αξιωματικού.
Το βράδυ της ίδιας μέρας η μονάδα ενημερώθηκε από τον Βασιλέ για την αποτυχία του κινήματος και την επιθυμία του να μην συνεχισθει η αντισταση. Μετα το επίσοδειο αυτο ο Καμπιωτης συνεληφθη και κρατηθηκε για 10 περίπου ημερες με αλλους αντιστασιακους Αξιωματικους σε ειδικα διαμορφωμενα κρατητηρια μεσα στο στρατοπεδο του πενταγωνου υπο την επιτηρηση της ΕΣΑ.
Ελευθερώθηκε με προσωπική εντολή του Παπαδόπουλου σε μια προσπάθεια του να μειώσει τον συμβολισμό στον οποίο παρέπεμπε το περιστατικό και να αποφύγει την ηρωοποίηση αντιστασιακων.
 
Το 1974 με την συγκρότηση της πρώτης κυβέρνησης της μεταπολίτευσης,                                 με πρόταση στην Βουλή του βουλευτή τότε και  γνωστού, γενναίου αεροπόρου και αντιστασιακού Αναστασίου Μήνη, ο Καμπιώτης έγινε ο υπασπιστής του πρώτου υπουργού εθνικής άμυνας του αειμνήστου Ευαγγέλου Αβέρωφ, όπου παράμεινε μέχρι το 1977. Από την θέση αυτή συνέβαλλε στην δύσκολη τότε υπόθεση της επαναφοράς των ενόπλων δυνάμεων στην ομαλότητα. Για την ακρίβεια της ιστορίας αναφέρεται ότι ο Καμπιώτης ενημερώθηκε από τον Υπουργό για το ιστορικό της πρότασης Μήνη, σε μια επίσημη εκδήλωση περίπου δυο χρόνια μετά την ανάληψη των καθηκόντων του,  όταν συναντήθηκαν με τον βουλευτή και διαπίστωσε έκπληκτος  ότι οι δυο άνδρες δεν γνωρίζονταν μεταξύ τους.
Στην συνέχεια τοποθετήθηκε Διοικητής της 114 ΠΜ την εποχή παραλαβής και ένταξης των νέων αεροσκαφών Mirage F-1CG. Ο Ευστράτιος Καμπιώτης τελείωσε την καριέρα του στην Πολεμική Αεροπορία αμέσως μετά τις εκλογές του 1981 με τον βαθμό του Υποπτεράρχου, από την θέση του Διευθυντή Α΄ Κλάδου ΓΕΑ.
Αυτή ήταν η μάχη των F104 και των Τανκς στην πύλη της Τανάγρας, μιά Άγνωστη Εμφύλια συμπλοκή στην Τανάγρα.
 
Δεύτερο Μέρος (Ενημέρωση των νεώτερων αξιωματικών της ΠΑ, Πηγή: ΕΔΩ!)
Ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος συμβουλεύτηκε την κυβέρνηση Τζόνσον για την ανατροπή της δικτατορίας, οι Αμερικανοί κράτησαν φαινομενικά ουδέτερη στάση, αν και σε επίπεδο κυβέρνησης προσδοκούσαν στην επικράτηση του Βασιλιά. Όμως η CIA φαίνεται να εμπόδισε πολιτική ή άλλου είδους βοήθεια στις ενέργειές του, ενώ παράλληλα ενημέρωσε ενδεχομένως και τον Παπαδόπουλο.
Η κυβέρνηση των ΗΠΑ ήθελε το Βασιλιά στην Ελλάδα για να στηρίξει την αναγνώριση των πραξικοπηματιών και όχι με εξόριστη κυβέρνηση στην Κύπρο να δρα για την ανατροπή της, όπως ο ίδιος σχεδίαζε, σε περίπτωση αποτυχίας του αντιπραξικοπήματος.
Οι συνταγματάρχες, πάντως ορθά ή λανθασμένα, είχαν στο μυαλό τους την συνεργασία Βασιλιά και Μακαρίου στα πρόσφατα επεισόδια με τον Γρίβα, και ο Κωνσταντίνος το αντιλαμβάνονταν, και έπρεπε να ενεργήσει άμεσα στο αντιπραξικόπημα που σχεδίαζε. Είχε,άλλωστε, ήδη καθυστερήσει ανεπανόρθωτα. Η στάση βέβαια του καθενός στον χειρισμό του θέματος, είχε εκδηλώσει ήδη τις πραγματικές προθέσεις τους.
Έτσι λίγες μέρες μετά τον επαναπατρισμό της Ελληνικής Μεραρχίας από την Κύπρο, ο Βασιλιάς επιχείρησε το αντικίνημα στις 13 Δεκ 1967 στην Καβάλα.
Παράλληλα ο Μακάριος νομιμοποίησε την λειτουργία αμερικανικών κλιμακίων ραδιοφωνικών υποκλοπών που λειτουργούσαν άτυπα στην Κύπρο από την εποχή της αγγλοκρατίας με καθορισμό ενοικίου σε μια κίνηση καλής χειρονομίας, μια που έβλεπε πλέον τη Βρετανία να πιέζεται και να υποχωρεί στην κυριαρχία των ΗΠΑ.
Οι στρατιωτικές δυνάμεις στην Αττική και τη Θεσσαλονίκη τάχθηκαν υπέρ της δικτατορίας, αλλά η στρατιά της Λάρισας και το Γ’ Σώμα Στρατού στη Μακεδονία και Θράκη, το σύνολο σχεδόν του ναυτικού και της αεροπορίας με το Βασιλιά.
Αυτό αποτελεί σοβαρότατη ένδειξη ότι οι απριλιανοί δεν είχαν ακόμη εδραιώσει την εξουσία τους στο στράτευμα, όπως άλλωστε ισχυρίζονταν μετά την αποφυλάκισή του και ο Παττακός. Εξηγεί επίσης αρκετές από τις επιλογές του Κόλλια, σε αντίθεση με τις επιθυμίες των απριλιανών, τόσο στα πρόσωπα της κυβέρνησης, όσο και στον χειρισμό της κρίσης στο κυπριακό.
Στις 13 Δεκεμβρίου 1967 ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος Β΄, συνοδευόμενος από μέλη της οικογένειάς του και τον Πρωθυπουργό Κ. Κόλλια, αποπειράθηκε αντικίνημα με σκοπό την ανατροπή της Χούντας.
Αίτια
Οι σχέσεις της Χούντας με το Βασιλιά ήταν αμφίρροπες από την πρώτη στιγμή. Η Χούντα ήταν απρόθυμη να δώσει απτές αποδείξεις πως η επέμβασή της ήταν ένα προσωρινό στάδιο. Οι στρατιωτικοί δεν φαίνονταν πρόθυμοι να προετοιμάσουν το έδαφος για την επιστροφή στη Δημοκρατία. Αντίθετα, προσεκτικά και συστηματικά, έδιωχναν ανθρώπους του Βασιλιά από όλες τις κρίσιμες θέσεις στο στρατό, υποβάλλοντας τακτικά νέες καταστάσεις αποστρατείας αξιωματικών που επέμεναν να υπογράψει ο Βασιλιάς. Ήταν φανερό πως ετοιμάζονταν για μακροχρόνια παραμονή στην εξουσία.
Ο Βασιλιάς λάβαινε καθημερινά προειδοποιήσεις από το περιβάλλον του πως αργά ή γρήγορα θα αναγκαζόταν να πάρει θέση και ν΄ αρνηθεί να ικανοποιήσει τις αξιώσεις του Γεωργίου Παπαδόπουλου που είχαν στόχο την αποσύνθεση της δομής δύναμης, πάνω στην οποία στηριζόταν η θέση του Βασιλιά. Έπρεπε λοιπόν να βιαστεί, πριν αποστρατευθούν από τις Ένοπλες Δυνάμεις όλοι οι δικοί του αξιωματικοί.
Τον Σεπτέμβριο του 1967 ο Βασιλιάς επισκέφθηκε τις ΗΠΑ όπου στο Κογκρέσο, στις 11 Σεπτεμβρίου, πολλοί φιλελεύθεροι πολιτικοί τον έφεραν σε αμηχανία, υποβάλλοντάς του ερωτήσεις για την καταπίεση του λαού και των ελεύθερων θεσμών στην Ελλάδα από τη Δικτατορία. Ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος μπόρεσε και δήλωσε ότι «Δέν είναι η Κυβέρνησίς μου» .
Μόλις επέστρεψε από τις ΗΠΑ, ο Γεώργιος Παπαδόπουλος του παρουσίασε μια κατάσταση τετρακοσίων αξιωματικών για αποστρατεία. Αρνήθηκε να υπογράψει αλλά ο Παπαδόπουλος πίεσε σκληρά και τελικά έφθασαν σε συμβιβασμό μειώνοντας την αποστρατεία σε 144 αξιωματικούς. Ο Βασιλιάς άρχισε τις προετοιμασίες του Αντικινήματός τους και ζήτησε και πήρε τις ευλογίες του Γεωργίου Παπανδρέου και του Παναγιώτη Κανελλόπουλου.
Η οργή του Βασιλιά για τον Παπαδόπουλο και η ελπίδα του να τον ανατρέψει δημιουργούσαν καθημερινά προστριβές που προκαλούσαν κωλύματα στο «εποικοδομητικό» πρόγραμμα της Χούντας. Η λύση ήταν να ενθαρρυνθεί ο Βασιλιάς να παίξει το χαρτί του. Σίγουρα θα έχανε κι έτσι θα απαλλασσόταν η Χούντα από ένα ενοχλητικό είδος αντιπολίτευσης. Με αφορμή τη Σύνταξη του νέου Συντάγματος ο Βασιλιάς κινήθηκε στις 13 Δεκεμβρίου.
Αν πετύχαινε το κίνημα τότε ο βασιλιάς θα καλούσε τον Κ. Καραμανλή ο οποίος βρισκόταν τότε στο Παρίσι, να σχηματίσει μεταβατική κυβέρνηση. Η κυβέρνηση θα κατάρτιζε νέο Σύνταγμα και θα προκήρυσσε εκλογές το 1969.
Ακολουθεί απόσπασμα από το διάγγελμα του Βασιλέως Κωνσταντίνου:
'Κρίσιμοι στιγμαί μου επιβάλλουν να απευθυνθώ προς τον ελληνικόν λαόν και να ζητήσω την αμέριστον συμπαράστασίν του προς αντιμετώπισιν εθνικής κρίσεως.
Έλληνες,
Επέστη η στιγμή να ακούσετε την φωνήν του Βασιλέως σας. Μέχρι σήμερον υπήρξεν αδύνατον να επικοινωνήσω μαζί σας, διά να σας καταστήσω γνωστά τα γεγονότα, τας σκέψεις και τας ανησυχίας μου, καθώς και τας ελπίδας μου διά το μέλλον. Ζητώ από τον ελληνικόν λαόν να πύκνωση τας τάξεις του προς ενίσχυσίν μου.
Το εθνικόν συμφέρον απαιτεί την εκ μέρους μου εκδήλωσιν πρωτοβουλίας, διά να αποτρέψω τας καταστρεπτικώς συνεπείας εκ της παρατάσεως της παρούσης ανωμάλου καταστάσεως. Το αυτό εθνικόν συμφέρον μου επιβάλλει να επιτρέψω την κατάλληλον προετοιμασίαν, ίνα η χώρα επανέλθη εις την δημοκρατικήν ομαλότητα. Διά τους λόγους αυτούς εζήτησα τον ανασχηματισμόν της κυβερνήσεως, απηλλαγμένης όμως των ακραίων στοιχείων τα όποια δεν εγγυώνται ομαλήν εξέλιξιν.
Δεν είμαι πλέον διατεθειμένος να διακινδυνεύσω μίαν μονιμοποίησιν της παρούσης καταστάσεως υπό το κράτος δευτέρας απειλής όπλων, στρεφομένων εναντίον του λαού μου και εμού. Αι σημεριναί εν Βορείω Ελλάδι προϋποθέσεις μου επιτρέπουν την εκ Μακεδονίας ελευθέραν άσκησιν της πρωτοβουλίας μου όπως δώσω νέαν κυβέρνησιν εις την χώραν.
Εις την λήψιν της αποφάσεως μου εβάρυνον τα έξης γεγονότα:
Παρά την φαινομενικήν εν τη χώρα τάξιν και ασφάλειαν, υπεκρύπτετο μία συνεχής προσπάθεια σταθεροποιήσεως εις την εξουσίαν των στασιαστών, δημιουργούσα τον κίνδυνον εγκαθιδρύσεως ολοκληρωτικού καθεστώτος. Διά το νέον Σύνταγμα υπάρχει πλήρης αβεβαιότης και σύγχυσις ως προς τας προθεσμίας εφαρμογής του. ‘Εν τούτοις ή ανάγκη αναθεωρήσεως του Συντάγματος αποτελεί πραγματικότητα και κοινήν συνείδησιν των ορθοφρονούντων πολιτών. Αι σχετικαί εργασίαι πρέπει να επισπευσθούν με μοναδικόν στόχον το συμφέρον της χώρας. Ελπίζω ότι ή εφαρμογή του νέου Συντάγματος θα σημείωση και την απαρχήν ενός νέου υγιούς ξεκινήματος δια την κοινοβουλευτικήν μας ζωήν.
Επιθυμώ να αποκαταστήσω την πειθαρχίαν εις το στράτευμα, διότι έχει σοβαρώς διασαλευθή. Ή ηγεσία του στρατεύματος δέον να παραμείνη απερίσπαστος, στιβαρά και άξια.
Σήμερον θέτω τέρμα εις την ανωμαλίαν και την βίαν. Ζητώ από το σύνολον του ελληνικού λαού να με βοηθήση διά να επαναφέρω εις τον τόπον μας τας ηθικάς εκείνας αξίας, αι οποίαι εγεννήθησαν εις την χώραν αυτήν και από τας όποιας όλοι οι πολιτισμένοι λαοί αντλούν την ηθικήν και πνευματικήν των δύναμιν. Ελευθερία και δημοκρατία είναι λέξεις τας όποιας ημείς επροικίσαμεν με αιώνιον νόημα. Με την λαμπράν αυτήν κληρονομίαν ας προχωρήσωμεν εις την δημιουργίαν εθνικής ζωής αντάξιας ενός συγχρόνου λαού, αγωνιζομένου με το σύνθημα τής αναγεννήσεως διά την κοινωνικήν, την οικονομικήν και την πνευματικήν του ανέλιξιν.
Πιστεύω εις την αναγέννησιν και θα υποστηρίξω κάθε προσπάθειαν τείνουσαν εις αυτήν, διότι γνωρίζω ότι τούτο σήμερον αποτελεί αίτημα πανελλήνιον. Ή φρόνησις ας ενδυναμώνη την θέλησιν όλων μας δι’ ένα ευτυχές, παραγωγικόν και αντάξιον της φυλής μας μέλλον. Έλληνες, ακολουθήστε με εις τον δρόμον τής εθνικής αναγεννήσεως, με αγάπην, πίστιν και σύνεσιν ας προχωρήσωμεν ηνωμένοι. Ζήτω η Ελλάς!
 
Το Χρονικό
Στις 9.30΄ το πρωί, της 13ης Δεκεμβρίου, έφτασε στο Τατόι με τις αποσκευές του ο Πρωθυπουργός Κ. Κόλλιας. Στις 9.50΄ π.μ., ο Αρχηγός της Αεροπορίας Πτέραρχος Αντωνάκος, πέταξε στη Λάρισα για να αναλάβει τη διοίκηση της μοίρας που στάθμευε εκεί και να κάνει επαφή με το Στρατηγό Κόλλια, Διοικητή τη Α΄ Στρατιάς που επρόκειτο να συμμετάσχει στο βασιλικό Αντικίνημα.
Στις 10.20΄ π.μ. δίνεται το σύνθημα της αναχώρησης από το Τατόι. Ο Βασιλιάς, μαζί με τη συνοδεία του (ο Πρωθυπουργός, ο Αυλάρχης Λεωνίδας Παπάγος, η Βασιλική Οικογένεια, ο γιατρός Βασίλης Κουτήφαρης, ο Στρατηγός Δόβας, δύο νοσοκόμες, δύο υπηρέτες και ένας σκύλος) απογειώθηκε από το αεροδρόμιο Τατοίου, με κατεύθυνση τη Καβάλα που θα γινόταν και το Αρχηγείο του.
Ενώ βρισκόταν ο Βασιλιάς καθ΄ οδό προς τη Καβάλα, ο Στρατηγός Μανέττας επισκέφθηκε τον Αρχηγό του ΓΕΕΘΑ Οδυσσέα Αγγελή και του έδειξε μια επιστολή του Βασιλιά, που έδινε τη διαταγή παράδοσης της διοίκησης στον Μανέττα. Ο Μανέττας ούτε καν οπλοφορούσε και έτσι ο Αγγελής τον έθεσε υπό κράτηση. Αμέσως έδωσε το σήμα γενικού συναγερμού και ζήτησε από τις Ένοπλες Δυνάμεις να μείνουν πιστές στο Καθεστώς. Οι επικοινωνίες με τις στρατιωτικές μονάδες της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας είχαν αποκοπεί. Η Χούντα, που ανησύχησε μ΄ αυτό, αντέδρασε με ταχύτητα στην περιοχή της Αττικής. Μονάδες τανκς περικύκλωσαν τα αεροδρόμια Τανάγρας και Ελευσίνας, το Ραδιοφωνικό Σταθμό Αθηνών και το κτίριο της Βουλής.

Ο Βασιλιάς έφθασε στην Καβάλα στις 11.30΄ π.μ. Οι στρατιωτικές μονάδες που στάθμευαν εκεί προσχώρησαν αμέσως στο Αντικίνημα. Στη Λάρισα, ο Βασιλιάς είχε επιτυχία στην αρχή, αλλά στη Θεσσαλονίκη τα πράγματα δεν πήγαν καθόλου καλά. Ο Αντιστράτηγος Λιαράκος, πιστός στο Βασιλιά, πήρε στα χέρια του τη διοίκηση των Βασιλικών Δυνάμεων στη περιοχή της Θεσσαλονίκης, δεν μπόρεσε όμως να καταλάβει το Ραδιοφωνικό Σταθμό Θεσσαλονίκης που παρέμεινε κάτω από τον έλεγχο του Ταξίαρχου Πατίλη. Έτσι, η Θεσσαλονίκη μετέδωσε το μήνυμα της Χούντας το οποίο έδινε την εντύπωση, στην Αθήνα και αλλού, πως το Κίνημα του Βασιλιά απέτυχε στη Βόρεια Ελλάδα. Το Διάγγελμα του Βασιλιά μεταδόθηκε από το Ραδιοφωνικό Σταθμό Λάρισας, ένας Σταθμός που ακουγόταν αμυδρά στη Αθήνα. Στη συνέχεια ο Πατίλης κατόρθωσε να συλλάβει το Λιαράκο και ν΄ αναλάβει τη διοίκηση της Γ΄ Σώματος Στρατού.
Στις δύο το απόγευμα, δύο αεριωθούμενα που ανήκαν στις δυνάμεις του Βασιλιά, πέταξαν πάνω από την Αθήνα και σκόρπισαν αντίγραφα του Διαγγέλματος του Βασιλιά.
Στις 4.00΄ το απόγευμα, ο Βασιλιάς φεύγει με ελικόπτερο για την Κομοτηνή όπου θα συναντήσει το Στρατηγό Περίδη. Μόλις έφθασε, πληροφορήθηκε πως ο Στρατηγός Κόλλιας είχε κιόλας συλληφθεί από νεότερους αξιωματικούς που ήταν πιστοί στη Χούντα. Στεναχωρημένος γύρισε στη Καβάλα όπου εκεί τα πράγματα είχαν πάρει τροπή προς το χειρότερο. Ο Στρατηγός Περίδης και ο Ταξίαρχος Έρσελμαν είχαν επίσης συλληφθεί από νεώτερους αξιωματικούς ενώ ο Ταξίαρχος Ζαλοχώρης είχε διαφύγει περνώντας τα σύνορα στην Τουρκία. Η ΙΧ Μεραρχία της Καβάλας τέθηκε κάτω από τις διαταγές της Χούντας.
Τα άλλα δύο Όπλα, το Ναυτικό και η Αεροπορία ήσαν ακόμα πιστά στον Βασιλιά, μα ο Βασιλιάς δεν ήξερε πως να τα χρησιμοποιήσει. Ο άμεσος κύκλος του και μερικοί σύμβουλοί του, τον συμβούλεψαν να αποφύγει κάθε πράξη που θα κατέληγε σε αιματοχυσία και την αποδιοργάνωση των Ενόπλων Δυνάμεων σε περίοδο κρίσης με την Τουρκία.
Στις 3.00΄ το πρωί, της 14ης Δεκεμβρίου το Ναυτικό και η Αεροπορία είχαν υποταχθεί στη Χούντα. Στις 3.20΄ το πρωί, ο Βασιλιάς, η οικογένεια του, ο Πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Κόλλιας αναχώρησαν για τη Ρώμη.
Ο Ραδιοσταθμός Αθηνών μετέδωσε πως «Η Αντεπανάστασις απέτυχε πλήρως. Συνετρίβη. Από όλα τα σημεία της Ελλάδος καταφθάνουν επίσημοι αναφοραί ότι αι Ένοπλοι Δυνάμεις και τα Σώματα Ασφαλείας είναι παρά τω πλευρώ και εκτελούν τας διαταγάς αποκλειστικώς και μόνον της Εθνικής Επαναστατικής κυβερνήσεως της 21ης Απριλίου. Ησυχία απόλυτος επικρατεί εις ολόκληρον την Επικράτειαν. Οι συνωμόται και ο Κωνσταντίνος προσπαθούν να διαφύγουν κρυπτόμενοι από τον Στρατόν από χωρίου εις χωρίον. »

Ενώ ο Βασιλιάς βρισκόταν ακόμα στην Ελλάδα, στις 9.30΄ το βράδυ, της 13ης Δεκεμβρίου, ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Ιερώνυμος όρκισε το Αντιστράτηγο Γεώργιο Ζωιτάκη ως Αντιβασιλέα και ο Ζωιτάκης ζήτησε αμέσως από τον Παπαδόπουλο να αναλάβει τα καθήκοντα Πρωθυπουργού. Οι αξιωματικοί του Χούντας εξαγριωμένοι κατέβασαν τις φωτογραφίες των Βασιλέων από τα κυβερνητικά κτίρια.
Στην Ρώμη, ο Βασιλιάς αρνήθηκε να κάνει οποιαδήποτε δήλωση. Στις 20 Δεκεμβρίου έκανε δήλωση, στην οποία έλεγε ότι θα επιστρέψω μόνο όταν αποκατασταθούν πλήρως οι δημοκρατικοί θεσμοί.
 
Συνέπειες
Το Καθεστώς της 21ης Απριλίου μετά την αποτυχία του Αντικινήματος παγιώθηκε περισσότερο και φάνηκαν οι Νασερικές διαθέσεις του. Το Καθεστώς κυβέρνησε για τα επόμενα επτά χρόνια, κατάργησε επίσημα τη Βασιλεία στις 1 Ιουνίου 1973 και οδήγησε τη Χώρα στη τραγωδία της Κύπρου το 1974.
Η 13η Δεκεμβρίου 1967 αποτελεί, στην ουσία, το τέλος της Βασιλείας της Ελληνικής Βασιλικής Δυναστείας στην Ελλάδα, η οποία βασίλευσε 104 χρόνια με μικρά διαλείμματα.