Η μερική αναδίπλωση της Δύσης, ενδεχομένως να αποτελεί την αναγκαία προσαρμογή της στην μετά-μεταψυχροπολεμική εποχή.

Η σημασία ενός γεγονότος προσδιορίζεται εκ των υστέρων από την επίδρασή του στο ιστορικό γίγνεσθαι, με βάση τα κριτήρια που η ίδια η ιστορική διαδικασία θέτει.

Η εξελισσόμενη αποχώρηση των δυτικών δυνάμεων από το  Αφγανιστάν και η επανάκαμψη των Ταλιμπάν, αποτελεί αναντίρρητα σημαντικότατο γεγονός για τη μεταψυχροπολεμική  συγκυρία, αλλά η περαιτέρω επίδρασή του στο ιστορικό γίγνεσθαι θα κριθεί συν τω χρόνω. 

Η δυτική επέμβαση στο Αφγανιστάν ήταν απόρροια της απόφασης των Ηνωμένων Πολιτειών να εξαλείψουν τη διεθνή τρομοκρατία μετά τις επιθέσεις της Αλ Κάιντα την 11η Σεπτεμβρίου του 2001. Η εικοσαετής περιπέτεια κατέδειξε τα εγγενή και εν τέλει ανυπέρβλητα προβλήματα κρατικής συγκρότησης, διαχείρισης των εσωτερικών αντιθέσεων της αφγανικής κοινωνίας και εδραίωσης της ειρήνης, (βλ. Ειρήνη Χειλά, Διεθνής Κοινότητα και εύθραυστα Κράτη: Διλήμματα της διεθνούς οργάνωσης, Αθήνα, Ποιότητα, 2020, κεφ.3ο), καταστάσεις που αθροιστικά οδήγησαν την προηγούμενη αμερικανική κυβέρνηση στην απόφαση για αποχώρηση.  

Αναμφισβήτητα, η πλειονότητα όσων ασχολούνται με τα ζητήματα διεθνούς πολιτικής προσπαθεί να κατανοήσει τη σημασία της αμερικανικής απαγκίστρωσης και κυρίως τί σηματοδοτεί για το εγγύς μέλλον. Ουσιαστικά προσπαθούμε να ιχνηλατήσουμε τους προσδιοριστικούς, νέους ή/και διαχρονικότερους, παράγοντες που θα συνδιαμορφώσουν το διεθνές σύστημα τον 21ο αιώνα.

Σύμφωνα με τον Isaiah Berlin δύο παράγοντες επηρέασαν, περισσότερο από τους άλλους, την ιστορική εξέλιξη κατά τον 20ο αιώνα. Ο ένας αφορούσε την ανάπτυξη των φυσικών επιστήμων και της τεχνολογίας, και ο άλλος συνίστατο στις μεγάλες ιδεολογικές αντιπαραθέσεις που συντελέστηκαν τον προηγούμενο αιώνα. Ο τεχνολογικός και ιδεολογικός ανταγωνισμός μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών - Σοβιετικής Ένωσης και των συμμάχων τους, ιστορικά εγγράφονται ως οι βασικές συνδιαμορφωτικές παράμετροι του Ψυχρού Πολέμου, τόσο στο αρχικό του στάδιο, όσο και κατά τη διάρκειά του καθώς και στην τελική του κατάληξη. 

Η κατάρρευση του σοβιετικού κράτους και των συμμάχων του, δεν αποτέλεσε απλώς την προσαρμογή μίας μεγάλης δύναμης στους νέους δυσμενείς συσχετισμούς, αν και στην πρώτη φάση ομοίαζε με μια τέτοια κατάσταση.

Η παύση της Σοβιετικής Ένωσης σήμαινε την  αποκοπή του υπαρκτού σοσιαλισμού από το ιστορικό γίγνεσθαι και τον τερματισμό της αξίωση της κομμουνιστικής κοσμοθεωρίας να καταστεί η κατευθυντήρια ιδέα συγκρότησης ενδοκρατικά και διακρατικά, επιδιώκοντας για περισσότερα από 70 έτη να αναμορφώσει την κοινωνία και το άτομο, έτσι ώστε να καθοριστεί ανεπίστρεπτα η πορεία της ιστορίας.

Στο τέλος του 20ου αιώνα ο φιλελευθερισμός είχε επικρατήσει κι έναντι του υπαρκτού σοσιαλισμού˙ είχε προηγηθεί η κατίσχυσή του, δια πυρός και σιδήρου, έναντι των αυταρχικών καθεστώτων κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. και των ολοκληρωτικών κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Shekib Rahmani via AP
Αμερικανοί στρατιώτες στο αεροδρόμιο της Καμπούλ

Η εξαΰλωση του σοσιαλιστικού κοσμοσυστήματος επέφερε, εκτός από τις γεωπολιτικές συνέπειες, και την αξίωση διάχυσης των φιλελεύθερων πολιτικών, οικονομικών και πολιτισμικών προτύπων, με βασικό φορέα διάδοσής τους τις Ηνωμένες Πολιτείες, σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο φάσμα του διεθνούς συστήματος. ( βλ. Francis Fukuyama,  Το τέλος της ιστορίας και ο τελευταίος άνθρωπος, Αθήνα , Λιβάνης, 1992) 

Σύμφωνα με τον Καρλ Μαρξ ο καπιταλισμός διέλυσε τις παλιές φεουδαρχικές δομές, θεωρώντας πως σε μεταγενέστερο στάδιο θα επέλθει και ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός των συγκεκριμενών κοινωνιών.

Μεταψυχροπολεμικά, η διάψευση της μαρξιστικής ειμαρμένης και η επικράτηση του φιλελευθερισμού, σε συνδυασμό με την επιταχυνόμενη τεχνολογική πρόοδο και τη διεύρυνση της οικονομικής σφαίρας επέφεραν πύκνωση των οικονομικών, πολιτικών και ακόμη διαπροσωπικών σχέσεων.

Υπό αυτές τις νέες συνθήκες  θεωρήθηκε πως θα προκληθούν ευρύτεροι κοινωνικοί μετασχηματισμοί κι εκτός του δυτικού κόσμου, ομογενοποιώντας σε μεγάλο βαθμό το διεθνές σύστημα.

Στο μεσοδιάστημα για να επιτευχθεί ο σκοπός ανάδειξης μιας φιλελεύθερης διεθνούς τάξης τα δυτικά κράτη μέσω της «παγκοσμιοποίησης» διένειμαν το πρότερο τεχνολογικό προβάδισμα και υλικό πλεόνασμα.  

Επίσης απεδείχθη πως η συνεχώς αυξανόμενη οικονομική αλληλεξάρτηση δεν συντείνει μονοσήμαντα προς τη συνεργασία, αλλά πολλές φορές παροξύνει και τον ανταγωνισμό  μεταξύ των κρατών, ορισμένα εκ των οποίων συνιστούν τις αναδυόμενες δυνάμεις του διεθνούς συστήματος.

Παράλληλα, κι ως συνέπεια αυτού του γεγονότος, οι φιλελεύθερες δημοκρατίες οφείλουν να συνυπάρξουν με κράτη με διακριτό πολιτικό και πολιτισμικό υπόβαθρο, οι οποίες είναι αντίθετες έως φειδωλές και υιοθετούν κατά το δοκούν στοιχεία από τις  υλιστικές κοσμοθεωρίες της νεωτερικότητας.

Η τριακονταετής μεταψυχροπολεμική εμπειρία κατέδειξε πως ο φιλελευθερισμός, ως άξονας πολιτικής συγκρότησης στο εσωτερικό των κρατών και ως κατευθυντήρια ιδέα της διεθνούς τάξης, οφείλει να πορευθεί αδυνατώντας να επιφέρει ή να επιβάλλει τις νομοτέλειές του στο σύνολο της διεθνούς κοινότητας. 

Οι δυσχέρειες του παρόντος για τη Δύση στενεύουν τον ορίζοντα, (αυτό)περιορίζοντας τις φιλοδοξίες για την περαιτέρω εμπέδωση των οικουμενικών της αρχών, ενώ παράλληλα αναμένουμε τις κινεζικές αιτιάσεις για τον χαρακτήρα της διεθνούς τάξης.

Όσον αφορά τις σχέσεις Ηνωμένων Πολιτειών και Κίνας, οι πρώιμες αιτιάσεις και προβλέψεις για έναν ανέφελο σινοαμερικανικό βίο υποχωρούν περαιτέρω και οι τάσεις αποτυπώνουν  περισσότερο έναν ηγεμονικό ανταγωνισμό, παρά μία ηγεμονική διευθέτηση.   

Η αναδιάταξη στον παγκόσμιο καταμερισμό ισχύος, δύσκολα δεν θα δρομολογήσει και την αξίωση για μία διαφορετική ανάγνωση σε μία σειρά ζητημάτων που τις τρεις προηγούμενες δεκαετίες οριοθετήθηκαν και ερμηνευτήκαν –από τη Δύση- με πολύ συγκεκριμένο τρόπο, τόσο ως προς το περιεχόμενό τους, όσο και προς τις πολιτικές τους συνέπειες. 

Η αξίωση της Δύσης να συμμερίζεται ο υπόλοιπος κόσμος την αυτοκατανόησή της θα φθίνει, όσο θα αλλάζει εις βάρος της ο πλανητικός καταμερισμός ισχύος. 

Οι οικονομικές και τεχνολογικές εξελίξεις επιφέρουν ανακατατάξεις και διαρκώς αναδιανέμουν θέσεις και ρόλους μεταξύ των κρατών ταχύτερα απ’ ό,τι στο παρελθόν.

Τα κράτη που συμμετέχουν δυναμικά στον πλανητικό καταμερισμό εργασίας και πλούτου, με αναπτερωμένη την αυτοπεποίθησή τους  ανατροφοδοτούν την συλλογική τους ταυτότητα   με τα απτά τεκμήρια της τρέχουσας επιτυχίας.

Αντιθέτως, το λιγότερο επιτυχημένα συλλογικά υποκείμενα καταδικάζουν και στοχοποιούν τα διεθνοποιημένα φαινόμενα της παρούσας συγκυρίας, ανατρέχοντας και προβάλλοντας τα παραδοσιακά γνωρίσματα της ιδιοσυστασίας τους.

Αν λοιπόν ο 19ος ήταν ο αιώνας των Εθνών και ο 20ος της τεχνολογικής εξέλιξης και των ιδεολογικών αντιπαραθέσεων, τον 21ο διαφαίνεται να επανακάμπτει το ζήτημα των ταυτοτήτων, με τρόπο και στόχευση σαφώς διαφορετικούς απ’ ό,τι  τον 19ο αιώνα και ως έναν βαθμό σε αντιδιαστολή με τις κυρίαρχες αποδομητικές τάσεις της εποχής.  (βλ. Francis Fukuyama, Ταυτότητα. Η απαίτηση για αξιοπρέπεια και η πολιτική της μνησικακίας, Ροπή, Θεσσαλονίκη, 2020)

Η αποχώρηση των δυτικών δυνάμεων από το Αφγανιστάν συνιστά κίνηση στρατηγικού (εξ)ορθολογισμού.

 

Σε επίπεδο όμως αντιλήψεων, εντός κι εκτός της Δύσης, της αποδίδεται ο χαρακτηρισμός μιας γενικότερης υποχώρησης του δυτικού κόσμου.

Τα κράτη που συναποτελούν τον δυτικό κόσμο σταδιακά συνειδητοποιούν τις νέες συνθήκες που επικρατούν στο διεθνές σύστημα, τις επιμέρους διαφορές τους και τις επιδιώξεις και επιθυμίες των άλλων δρώντων.

Τις τελευταίες δεκαετίες οι πρωτοφανείς συνθήκες ασφάλειας και η ευημερίας στις δυτικές κοινωνίες επέτρεψαν την ανάδειξη και σταδιακή επικράτηση αντιλήψεων στα όρια της αντιδυτικής υστερίας.

Η αυτοκριτική διάθεση στον δυτικό κόσμο σταδιακά μετεξελίχθηκε σε αυτοσυκοφαντική εμμονή˙ για όλα τα δεινά της ανθρωπότητας ευθύνεται ο δυτικός άνθρωπος (ανήρ).

Όμως η συγκεκριμένη αυτοϋπονομευτική τάση προϋποθέτει συνθήκες ασφάλειας και υπεροχής έναντι των τρίτων. Στην παρούσα συγκυρία,  τα δυτικά κράτη εκ των πράγματων οφείλουν να συνυπάρξουν υπό όρους σχετικής ισότητας με κράτη που ακολουθούν διακριτά πολιτικά και πολιτισμικά παραδείγματα.  

Η μερική αναδίπλωση της Δύσης ενδεχομένως να αποτελεί την αναγκαία προσαρμογή της, στη μετά-μεταψυχροπολεμική εποχή. Ο σημαντικότερος παράγοντας,  έτσι ώστε να μην καταλήξει η μερική αναδίπλωση σε άτακτη υποχώρηση και αποσάθρωση του δυτικού κόσμου, είναι η συνειδητοποίηση και η αναστροφή των εν λόγω παρακμιακών φαινομένων.