Οι διακρατικές κρίσεις άμυνας και ασφάλειας χαρακτηρίζονται ως ιδιάζουσες, σύνθετες και ακραίες περιπτώσεις κατά τις οποίες διακυβεύονται ζωτικά εθνικά συμφέροντα, υπάρχει η αντίληψη και η διάχυτη αίσθηση αμέσου ή επικειμένης απειλής, είναι πιθανή η χρήση στρατιωτικής ισχύος και χρειάζεται να ληφθούν κρίσιμες αποφάσεις υπό χρονική πίεση, σε καθεστώς αβεβαιότητος. Κατά τις περιόδους αυτές δοκιμάζεται άμεσα η απόδοση του Εθνικού Συστήματος Χειρισμού Κρίσεων (ΕΘΣΥΧΚ) και των αρμοδίων θεσμικών οργάνων που το αποτελούν, κυρίως όμως δοκιμάζεται η εμπειρία, η γνώση και η αντοχή (φυσική και ψυχική) των εμπλεκομένων πολιτικών ηγετών οι οποίοι έχουν την ευθύνη του όλου χειρισμού της κρίσεως. Οι διακρατικές κρίσεις απαιτούν πολιτικούς «μαέστρους» οι οποίοι είναι σε θέση να εναρμονίζουν το σύνολο των εθνικών μέσων (διπλωματικών, στρατιωτικών, οικονομικών, επικοινωνιακών, αξιακών, κοινωνικών, πολιτισμικών κ.λπ.) με κατάλληλο μείγμα στρατηγικών, προς επίτευξη των εκάστοτε Αντικειμενικών Σκοπών οι οποίοι υπηρετούν τα Εθνικά Συμφέροντα.


Στην ελληνική πραγματικότητα οι παρελθούσες διακρατικές κρίσεις άμυνας και ασφάλειας σχετίζονται με την Τουρκία και στην συντριπτική τους πλειοψηφία απέβησαν αρνητικές για τα Εθνικά μας Συμφέροντα. Τελευταία από αυτές υπήρξε η κρίση των Ιμίων το 1996, της οποίας ο χειρισμός θα διδάσκεται για πάντα ως κλασσικό παράδειγμα προς αποφυγήν. Κατά την κρίση αυτή έγιναν σφάλματα σε όλα τα επίπεδα αλλά κυρίως αποκαλύφθηκε το γνωστικό και εμπειρικό έλλειμμα των αρμοδίων πολιτικών. Έκτοτε έχουν γίνει βήματα βελτιώσεως του ΕΘΣΥΧΚ (τουλάχιστον σε επίπεδο Ενόπλων Δυνάμεων) αλλά δεν έχουν υπάρξει μέχρι στιγμής συνολικές δομικές, θεσμικές βελτιωτικές μεταβολές. Είναι χαρακτηριστικό ότι για την κρίση των Ιμίων, πέραν των επί μέρους αναλύσεων των πρωταγωνιστών της ή κάποιων δημοσιογραφικών αναφορών, δεν έχει γίνει επίσημη κρατική και σε βάθος μελέτη, προκειμένου να αντιμετωπισθούν συνολικά οι τρωτότητες του ΕΘΣΥΧΚ.
Στα πλαίσια του Δημοκρατικού μας συστήματος είναι απολύτως πιθανό, αναμενόμενο, θεμιτό και κατανοητό την θέση ενός Πρωθυπουργού ή Υπουργού (και Υφυπουργού) μέλους του ΚΥΣΕΑ (άμεσα δηλαδή εμπλεκομένου με τον χειρισμό κρίσεων), να καταλάβει ένα πολιτικό πρόσωπο δίχως εμπειρία στα θέματα αυτά (π.χ. γιατρός, δικηγόρος, μηχανικός, επιχειρηματίας κ.λπ.). Αυτό που επιβάλλει η κοινή λογική, η πολιτική ηθική και στοιχειώδες αίσθημα ευθύνης, είναι άμα τη αναλήψει των κρισίμων αυτών καθηκόντων να αποκτάται το ταχύτερο και να διατηρείται ανάλογα, το απαιτούμενο γνωστικό και εμπειρικό επίπεδο, μέσω θεσμοθετημένων σχετικών ενημερώσεων, σεμιναρίων και ουσιαστικής συμμετοχής της πολιτικής ηγεσίας σε σχετικές ασκήσεις. Δίχως την προϋπόθεση αυτή, κατά την διάρκεια μίας πραγματικής μελλοντικής κρίσεως θα είναι πολύ αργά για να αποκτηθούν ακόμη και στοιχειώδεις γνώσεις και εμπειρίες χειρισμού της και λήψεως ορθών αποφάσεων, με καθοριστικά δυσμενείς επιπτώσεις στην τελική έκβαση.
Όταν κατά την διάρκεια ευρείας κλίμακος προγραμματισμένων εθνικών ασκήσεων χειρισμού κρίσεων (π.χ. στο ΥΠΕΘΑ, στην Σχολή Εθνικής Άμυνας κ.λπ.), κατά τις οποίες εκπαιδεύεται συστηματικά το στρατιωτικό και εν μέρει το διπλωματικό προσωπικό, δεν παρατηρείται ανάλογος ζήλος συμμετοχής εκ μέρους των προαναφερθέντων πολιτικών προσώπων (αυτών δηλαδή οι οποίοι χειρίζονται την κρίση και λαμβάνουν τις κρίσιμες αποφάσεις), προκαλείται εύλογη ανησυχία και ερωτηματικά. Άραγε έχουν την πεποίθηση ότι γνωρίζουν τα σχετικά αντικείμενα; Πιστεύουν ότι αρκεί η εισήγηση των υφισταμένων τους; Νομίζουν ότι υπό πραγματική χρονική και ψυχολογική πίεση θα υπάρχει χρόνος για «φροντιστηριακά» βασικά μαθήματα στο πλέον σύνθετο ίσως αντικείμενο των διεθνών σχέσεων; Υπάρχουν καθημερινά θέματα υψηλότερης προτεραιότητος από την απόκτηση δυνατότητος αξιόπιστου και αποτελεσματικού χειρισμού κρίσεων; Τα παθήματα προηγουμένων κρίσεων τους αφήνουν ασυγκίνητους; Δεν τους παραδειγματίζει η οργανωτική και εκπαιδευτική πρακτική πολιτικών ηγεσιών άλλων κρατών; Απλώς αδιαφορούν; Επαφίενται στον από μηχανής Θεό; Γνωρίζουν κάτι που δεν γνωρίζουμε;
Η αναθεωρητική, περιφερειακή, νεο-οθωμανική, επεκτατική τουρκική πολιτική σε βάρος της Ελλάδος είναι δεδομένη. Οι απειλές και προκλήσεις αποτελούν μέρος των καθημερινών ειδήσεων και επιτυγχάνουν σταδιακά και αναίμακτα τις τουρκικές επιδιώξεις («γκριζάρισμα» του Αιγαίου, θαλάσσιες ζώνες και casus belli, ανασφάλεια νησιωτών, «γαλάζιες πατρίδες», Κύπρος, Θράκη, ενεργειακά κοιτάσματα, εναέριος χώρος, έρευνα - διάσωση κ.λπ.). Η υλική διαφορά στρατιωτικής ισχύος αυξάνεται ραγδαία υπέρ του αντιπάλου (ποσοτικά και ποιοτικά), στηριζόμενη μάλιστα σε μία επαρκή εγχώρια πολεμική βιομηχανία η οποία εξάγει σημαντικό αμυντικό υλικό σε τρίτες χώρες.
Η ένταση με την Τουρκία έχει πλέον καταστεί η καθημερινή μας κανονικότητα και ασφαλώς οι εξάρσεις της εντάσεως αυτής και η μετατροπή τους σε επόμενες κρίσεις αποτελούν θέμα χρόνου. Το διεθνές περιβάλλον είναι συγκυριακά ευνοϊκό για την Ελλάδα (σχέσεις Τουρκίας - Δύσεως) η οποία θα πρέπει να εκμεταλλευθεί την στρατηγική αυτή ευκαιρία. Οι συμμαχίες και οι «άξονες» συνεργασίας είναι επιθυμητοί. Σε κάθε περίπτωση δεν πρέπει να λησμονείται ότι το διεθνές περιβάλλον είναι ευμετάβλητο και ότι οι συμμαχίες δεν εγγυώνται άμεσα και απτά τα Εθνικά μας Συμφέροντα. Στην Ελλάδα της «μακαριότητος» θα έπρεπε να έχουν αναληφθεί τολμηρές ενέργειες σε ολόκληρο το φάσμα του τομέα της άμυνας και ασφάλειας (εφικτές οικονομικά) προ πολλού και ανεξαρτήτως «πολιτικού κόστους». Μία από τις ενέργειες αυτές είναι η δομική βελτίωση του ΕΘΣΥΧΚ με ιδιαίτερη έμφαση στην κατάλληλη, θεσμοθετημένη και συστηματική προετοιμασία της εμπλεκομένης στον χειρισμό κρίσεων πολιτικής ηγεσίας (καθώς και των βουλευτών μελών της επιτροπής εξωτερικών και άμυνας της Βουλής). Η εστίαση της προσπάθειας στον τομέα αυτό και η σκληρή ενορχηστρωμένη εργασία από τον καιρό της ειρήνης, είναι δυνατόν να μετατρέψει μία μελλοντική κρίση σε εθνική ευκαιρία. Ας μην ξεχνούν οι πολιτικοί μας ταγοί ότι «Κυβερνάν εστί προβλέπειν».
14 – Απριλίου – 2019
Αντιναύαρχος ε.α. Β. Μαρτζούκος ΠΝ
Επίτιμος Διοικητής ΣΝΔ
Πρόεδρος ΕΛ.Ι.Σ.ΜΕ.